"Θα ρίψουμε μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων"
Στις 28 Οκτώβρη 1940 στις 5.30 το πρωί πολυάριθμες ιταλικές φασιστικές δυνάμεις επιτίθενται σε όλο το μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων , από τις βουνοκορφές του Γράμμου ως τις παραλιακές ακτές του Ιονίου Πελάγους (Ιόνιο ως τη λίμνη Πρέσπα), προηγήθηκε εντατική προπαρασκευή πυροβολικού και σφοδρός βομβαρδισμός της αεροπορίας τους.
Ο αιφνιδιασμός και η μεγάλη υπεροχή τους σε αριθμητική δύναμη και με σύγχρονα πολεμικά μέσα είχε ως αποτέλεσμα να εισβάλλουν στο ελληνικό έδαφος από πολλά σημεία. Η υπεροχή των ιταλικών δυνάμεων κυρίως σε πυροβολικό, άρματα κα ι αεροπορία ήταν συντριπτική. (βλ.σελ.2(1)).
«Ο Ελληνικός στρατός πρόβαλε ηρωική αντίσταση παντού αναπληρώνοντας με το μαχητικό του φρόνημα και την ασύγκριτη ανδρεία του τις ανεπαρκείς δυνάμεις και την τέλεια σχεδόν ανυπαρξία αεροπορίας και αρμάτων μάχης»(βλ. σελ 63 (2)). Την ίδια περίοδο , Οκτώβρης 1940, σε έκθεση του ΓΕΣ μεταξύ άλλων σημειώνεται «…αντιαεροπορικόν ουχί επαρκές. Αντιαρματικόν τοιούτον διετίθετο ελάχιστόν… Γενικώς από απόψεως τροφίμων και νομής κατά την κήρυξιν του πολέμου, δεν υπήρχον αποθέματα γενικής εφεδρείας. Αι ανάγκαι του στρατού εκστρατείας απήτουν μέγαν αριθμόν αυτοκινήτων ανερχομένων εις 7.000 περίπου έναντι των υπαρχόντων 600 της Στρατιωτικής Υπηρεσίας… Κατά την έναρξιν του πολέμου η Ελληνική Αεροπορία διέθετεν εις καλήν κατάστασιν τον κάτωθι αριθμόν αεροσκαφών : 38 αεροσκάφη διώξεως, 9 αεροσκάφη ελαφρού βομβαρδισμού και αναγνωρίσεως, 18 βομβαρδισμού, 50 παρατηρήσεως και στρατιωτικής συνεργασίας…» (βλ. σελ. 65 (2))έναντι 400 αεροσκαφών βομβαρδισμού – διώξεως των ιταλών (βλ. σελ. 2 (1)).
Ο πόλεμος αυτός απέδειξε τον ηρωισμό και το αντιφασιστικό πνεύμα των ελλήνων αλλά και απομυθοποίησε τη χυδαία προπαγάνδα της δικτατορίας του Ι. Μεταξά, η οποία επί μια τετραετία είχε ως στόχο την εξαπάτηση του λαού ( πέρα από την ωμή βία, τρομοκρατία, φυλακές, εξορίες κλπ) και προσπαθούσε να του καλλιεργήσει την ψευδή εντύπωση ότι μεριμνούσε ανελλιπώς για τον εξοπλισμό του στρατού και την ασφάλεια της χώρας.
Η δοκιμασία του πολέμου απέδειξε την απροετοιμασία της χώρας προς τον πόλεμο, την οποία αναγκάστηκαν να ομολογήσουν αργότερα κορυφαίοι στρατιωτικοί ηγήτορες των κατά ξηρά και θάλασσα μονάδων στα απομνημονεύματά τους (Παπάγος, ναύαρχος Σακκελαρίου κ.α ) και κυρίως έφερε σε φως τις τρομερές λαθροχειρίες της δικτατορίας στον πολυδιαφημιζόμενο έρανο για την ενίσχυση της αεροπορίας. Εκατομμύρια επί εκατομμυρίων είχαν «φαγωθεί», είχαν καταχραστεί.
Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο διαθέτονας μερικά απαρχαιωμένα γαλλικής και πολωνικής κατασκευής αεροπλάνα, τα οποία το δημόσιο είχε προμηθευτεί πριν της δικτατορίας του Ι. Μεταξά. (βλ. σελ 12 (3))
Πριν από την επίθεση είχε προηγηθεί ιταλικό τελεσίγραφο στον τότε δικτάτορα Ι. Μεταξά στις 28/10/1940 στις 3.00 το πρωί από τον ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Γράτσι, το οποίο και απέρριψε.
¨ Ήταν ένα κυνικό διπλωματικό έγγραφο με σκηνοθετημένες κατηγορίες και αξιώσεις για παραχωρήσεις εδαφικών στρατηγικών σημείων της χώρας μας, που καμιά κυβέρνηση στον κόσμο δεν μπορούσε να δεχτεί.
Τίποτε πιο φυσικό να το απορρίψει και ο Μεταξάς ( βλ. σελ.53 (2)). Ανάμεσα στα άλλα στο τελεσίγραφο τονίζονταν τα εξής : «… το δικαίωμα να καταλάβει δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων ( Ιταλίας) δια την διάρκεια της σημερινής προς την Αγγλία ρήξεως, ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους» (βλ.σελ 178(4)). Φυσικά ο Ι. Μεταξάς δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά διότι αν δεχόταν το τελεσίγραφο τότε θα ανατρεπόταν από το Βασιλιά και τους άγγλους που τον είχαν τοποθετήσει δικτάτορα για να υπερασπίσει τα συμφέροντά τους την περίοδο αυτή απέναντι στην Ιταλία.
Aλλά το σημαντικότερο ο αδούλωτος και αλύγιστος λαός μας θα συνέχιζε τον αγώνα κάτι που φυσικά έκανε με ηρωισμό και αυταπάρνηση λέγοντας το πραγματικό ΟΧΙ στη φασιστική εισβολή γράφοντας με το αίμα του νέες σελίδες ηρωισμού και θυσιών κάτω από δύσκολες συνθήκες, λάσπη , χιόνια, βροχές, πείνα, κρυοπαγήματα και μύριες άλλες κακουχίες στα αλβανικά βουνά – μέτωπο.
Αλλά και στη συνέχεια στην κατοχή και στην Εθνική Αντίσταση με επικεφαλής τα ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ κάτω από την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Ο Ι, Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο χωρίς όμως να πιστεύει στη νίκη του ελληνικού λαού, αλλά για να ριχτούν απλά μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων. Στις 30. 10.1940 δήλωνε στους δημοσιογράφους: «Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει έστω και χωρίς καμιάν ελπίδα νίκης» (βλ. σελ. 181(4) και σελ.56(2)).
Στο ίδιο πνεύμα ο αρχηγός του ΓΕΣ Α. Παπάγος λίγες μέρες πριν την ιταλική επίθεση είχε δηλώσει στον επιτελάρχη του ΤΣΔΜ συνταγματάρχη Γεωργούλη ότι αν μας επιτεθούν οι Ιταλοί «θα ρίψωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων»(βλ. σελ 181(4)). Η δικτατορία του Μεταξά δεν πολεμούσε ούτε για τη δόξα αλλά μόνο γιατί έπρεπε και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, να ρίξει μόνο μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων.
Σχετικά με αυτό ο υποστράτηγος Π. Πετρόπουλος , Διευθυντής τότε του ΙΙΙ Γραφείου επιχειρήσεων της VIII Μεραρχίας που αντιμετώπισε το κύριο βάρος της εχθρικής επίθεσης στην Ήπειρο, γράφει: «Η Ανώτατη ηγεσία δεν επίστευεν εις την νίκην, αλλά ήθελεν να ρίψωμεν μερικούς πυροβολισμούς δια την τιμήν των όπλων μας» (βλ.(5)-σελ.56(2)-σελ 79(6)).
Διαμετρικά αντίθετη ήταν η στάση του λαού.
Όταν το πρωί στις 28/10/1940 μαθεύτηκε από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο η ιταλική επίθεση , η ψυχραιμία, το θάρρος και η αποφασιστικότητα κυριαρχούσε στο λαό. Όχι μόνο οι έφεδροι καλούνταν στα όπλα αλλά χιλιάδες εθελοντές όλων των ηλικιών έτρεχαν να παρουσιαστούν στα κέντρα επιστράτευσης που ορίστηκαν σε όλη τη χώρα, στα οποία σχηματίστηκαν τεράστιες ουρές.
Στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις συγκροτήθηκαν αυθόρμητα μεγάλες διαδηλώσεις αποδοκιμασίας της φασιστικής Ιταλίας και του δικτάτορα Μουσολίνι , κλπ (βλ. σελ 58(2)). Όλη αυτή η εικόνα της μεγαλοπρέπειας του λαού για την πάλη και την νίκη που πραγματικά είπε όχι στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, τρόμαξε το δικτάτορα Ι. Μεταξά, που στο ημερολόγιό του έγραφε: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» (βλ. σελ 181 (4)) Ο λαός ενωμένος, παρά τις καταπιέσεις, τις φυλακές, τις εξορίες, τις πικρίες, τους διαχωρισμούς από το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, βρέθηκε έτοιμος να πολεμήσει τους επιδρομείς παρά τη φιλοφασιστική και φιλοναζιστική προπαγάνδα του καθεστώτος (βλ. σελ 181-2 (4)), το οποίο καλλιεργούσε και επέβαλε το θαυμασμό στα φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας. «Ο ελληνικός λαός εκλήθη να αντιμετωπίση τον ιταλικόν φασισμόν και τον γερμανικόν εθνικοσοσιαλισμόν, αφού επί μία τετραετία εδιδάσκετο ότι τα καθεστώτα ταύτα ήσαν αι μορφαί πολιτικής διακυβερνήσεως του μέλλοντος» (βλ. σελ 474-475- σελ 143 )
Αλλά και την τελευταία στιγμή ο Μεταξάς όχι μόνο δεν πίστευε στη νίκη αλλά και είχε αυταπάτες ότι δεν θα μας επιτεθεί η Ιταλία.
Τηλεγραφήματα από τις Πρεσβείες που έφταναν μιλούσαν για επίθεση. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω που έστειλε ο Ι. Πολίτης από τη Ρώμη στις 23/10.1940 «κατά πληροφορίας στρατιωτικής πηγής προστίθεται ήδη και χρονικός προσδιορισμός μεταξύ 25 και 28 τρέχοντος δια την εκδήλωσίν της εναντίον της Ελλάδος ενεργείας». ( Βλ.σελ. 176 (4))
Φυσικά πριν η ηγεσία του ΓΕΣ με την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία τον Απρίλη του 1939 έβλεπε τον κίνδυνο της ιταλική επίθεση χωρίς όμως ο Μεταξάς να παίρνει μέτρα όταν του ζητήθηκε. Χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του στις 9/10/1940 έγραφε « « Παπαδήμας, Παπάγος. Εξωφρενικά αιτήματα! Επιστράτευσις, προμήθεια 584 εκατομμύρια!..» (βλ. σελ.149(4)).
Είχε προηγηθεί βομβαρδισμός στις 12.7.1940 από τρία ιταλικά αεροπλάνα του βοηθητικού του Ελληνικού Στόλου «Ωρίων» καθώς και στο αντιτορπιλικό «Ύδρα». Στις 30.7.1940 ρίχνονται 4 βόμβες εναντίον ελληνικού αντιτορπιλικού στον Κορινθιακό. Στις 2.8. 1940 ιταλικό αεροπλάνο ρίχνει βόμβες εναντίον πλοίου της οικονομικής αστυνομίας 1 χιλ. από το φάρο της Λαγούσας. Στις 15.8.1940 βυθίζεται το καταδρομικό «Έλλη».
Από την πλευρά της δικτατορίας για να μην εξοργίσει το Μουσολίνι και να μην μεγαλώσει την ανησυχία της ελληνικής κοινή γνώμης απαγορεύεται να δημοσιευτεί οποιαδήποτε πληροφορία για τις ιταλικές προκλήσεις (βλ.154.(4)).Έγιναν βέβαια διακοινώσεις διαμαρτυρίας στην Ιταλία, αλλά Ιταλοί τους «έγραψαν» κανονικά γιατί είχαν τα σχέδιά τους.
Οι αυταπάτες του Μεταξά συνεχίζονταν όταν ακόμη μετά τον τορπιλισμό του «Έλλη» στις 15.8.1940 ο Παπάγος με την ιδιότητα του αρχηγού του ΓΕΣ του ζήτησε να παρθούν ορισμένα μέτρα. Ο Μεταξάς τα απέρριψε, αλλά για να δικαιολογήσει τη στάση του απευθύνθηκε στη Γερμανία του Χίτλερ για να τον συμβουλευτεί, που φυσικά η απάντηση από τη Γερμανία ήταν αρνητική, να μην κάνει τίποτε» (βλ. 49-50(2)).
Ο Παπάγος σημειώνει : «Ουδέποτε η κυβέρνησις μεταξύ των σκοπών της μιας προπαρασκευής είχε θέσει και τον της αντιμετωπίσεως ενός πολέμου κατά της Ιταλίας. Οπότε όμως τον Απρίλιο του 1939 τα ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανίαν, το ζήτημα της αντιμετωπίσεως του ιταλικού κινδύνου εν αμέσω ή προσεχεί μέλλοντι ετίθετο πλέον όμως από στρατιωτικής πλευράς» (βλ. σελ. 78 (6)).
Ανακεφαλαιώνοντας όλα αυτά για το ποιος είπε πραγματικά το ΟΧΙ αλλά και απαντώντας σε όλους εκείνους τους απολογητές και υμνητές της δικτατορίας του Ι. Μεταξά, που θέλουν να τον παρουσιάσουν σαν έναν άνθρωπο με αρετές, με θάρρος και αποφασιστικότητα, αλλά και αμέσως μετά την κήρυξιν του πολέμου, ο γνωστός ιστορικός Γ. Κορδάτος γράφει σε δημοσιεύματά του:
«.. Ο Μεταξάς κανένα ΟΧΙ δεν είπε στον Ιταλό πρεσβευτή. Το ΟΧΙ το είπε ο ελληνικός λαός και στο αλβανικό μέτωπο και ύστερα στον καιρό της κατοχής με την Εθνική Αντίσταση…Ο Μεταξάς δεν έπαιξε τον ιστορικό ρόλο που καλούσαν οι περιστάσεις να παίξει. Ως την τελευταία στιγμή έλπιζε πως ο Μουσολίνι δεν θα μας επιτίθονταν , γιατί πολλά περίμενε από τον Χίτλερ που τον πίστευε για φίλο και προστάτη της Ελλάδας! Γι ‘ αυτό όταν στις 4 το πρωί της 28 Οκτώβρη 1940 τον ξύπνησε ο Ιταλός Πρεσβευτής Γκράτσι για να του επιδώσει το τελεσίγραφο δεν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο – έτσι διηγείται ο Γκράτσι που κατά τα άλλα γράφει με πολλή συμπάθεια για το Μεταξά - άρχισε τις φιλοφρονήσεις. Άμα δε διάβασε το τελεσίγραφο ούτε αγρίεψε, ούτε κράτησε την ψυχραιμία του, ούτε βρήκε δύο λέξει από εκείνες που μένουν ιστορικές για να πει για λογαριασμό της Ελλάδας, παρά δάκρυσε.. (βλ.(8),σελ.57-58(2)). Όταν τελείωσε το διάβασμα του φασιστικού τελεσιγράφου( διηγείται ο ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι) «κοίταξε κατάματα το Γκράτσι και με συγκινημένη αλλά σταθερή φωνή του είπε στα γαλλικά: ώστε έχω πόλεμο»! (βλ.σελ.58(2)).
Με το ξέσπασμα του πολέμου οι 600 δεσμώτες κομμουνιστές της Ακροναυπλίας με υπόμνημά τους στις 29 Οκτώβρη 1940 διεκδικούσαν την τιμή να υπερασπίσουν την πατρίδα προτάσσοντας τα στήθη τους στους εισβολείς, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η δικτατορία απέρριψε το υπόμνημά τους απαντώντας αρνητικά.
Ανάλογα υπομνήματα στάλθηκαν από τους φυλακισμένους και εξόριστους από την Κέρκυρα, Φολέγανδρο, Κίμωλο, Σίκινο, Ασβεστοχώρι, κλπ τα οποία απορρίφθηκαν από τη δικτατορία (βλ. (9)).Η αρνητική απάντηση της δικτατορίας είχε ως αποτέλεσμα πολλοί δεσμώτες αγωνιστές στους τόπους εξορίας να πεθάνουν από τη φοβερή πείνα του 1941. Εκατοντάδες άλλοι να παραδοθούν από τη δικτατορία στα κατοχικά στρατεύματα και να εκτελεστούν από τους Γερμανούς στην Καισαριανή στην Αθήνα, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα σημεία. Το σημαντικότερο από όλα όμως που ήταν η συνισταμένη της τοποθέτησης των κομμουνιστών της Ελλάδας, αλλά και κάθε προοδευτικού ανθρώπου για τον πόλεμο και την φασιστική εισβολή ήταν το ανοιχτό γράμμα προς το λαό της Ελλάδας του ΓΓ του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη , το οποίο γράφτηκε στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας υπό τύπο μανιφέστου προς τον ελληνικό λαό και δημοσιεύτηκε στον τύπο στις 2/11/1940.
Το Γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη ήταν ξεκάθαρο και χωρίς περιστροφές. Έβαζε ζήτημα προοπτικής «μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό». Ουσιαστικά το γράμμα έθετε τις βάσεις για τη δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), που ακολουθήθηκε στη συνέχεια και γιγαντώθηκε στο λαό για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά. (Το ιστορικό Γράμμα του Ζαχαριάδη δημοσιεύεται παραπάνω).
Με την κατάληψη της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής τον Απρίλη 1941 ο Νίκος Ζαχαριάδης παραδόθηκε από την Ελληνική Ασφάλεια στους γερμανούς και μεταφέρθηκε στο Νταχάου από το οποίο απελευθερώθηκε το 1945 και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη Μάη του ίδιου έτους.
Ο πόλεμος του 1940-41 με τους ιταλούς χωρίζεται από το ΓΕΣ σε τρεις χρονικές περιόδους.
Η πρώτη αφορά το διάστημα 28/10/1940 έως τις 13/11/1040 κατά το οποίο έχουμε την επίθεση της Ιταλίας, την κατάληψη ελληνικών εδαφών και στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις έως τις 13/11/1940 είχαν αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο μέρος το εθνικό έδαφος, στην περιοχή της Κόνιτσας και τις διαβάσεις των συνόρων. Παράλληλα από 1-13/11/1940 στη ΒΔ Μακεδονία οι Ελληνικές δυνάμεις με αντεπιθέσεις πέτυχαν να καταλάβουν υψώματα πέρα από τα σύνορα.
Η δεύτερη περίοδος είναι από 14/11/1940 έως 6/1/1941. Έχουμε γενικά αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων με εντυπωσιακά αποτελέσματα (βλ.σελ 3-4 (1)).
Η Τρίτη περίοδος είναι από 7/1/1941 έως τις 26/3/1941. Στο διάστημα αυτό στον κεντρικό τομέα του μετώπου έγιναν οι σκληρότεροι και οι πιο αιματηροί αγώνες των Ελλήνων και Ιταλών. Κατά τη διάρκεια αυτή σημειώθηκαν πάρα πολλές μεγάλες επιθέσεις των ιταλών, χωρίς να σπάσουν την άμυνα των ελλήνων. Στη συνέχεια , ως τις 9/4/1941 που διατάχθηκε η αναστολή των πολεμικών επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο λόγω της γερμανικής εισβολής η κατάσταση στο μέτωπο δεν παρουσίασε αξιόλογες μεταβολές ( βλ. σελ 5-7(1))
Στις 6/4/1941 στις 5.15 το πρωί άρχισε αιφνιδιαστικά η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα και στη Νότια Γιουγκοσλαβία με αποτέλεσμα στις 9/4/1941 στις 8 το πρωί η Θεσσαλονίκη να παραδίδεται στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και στις 27/4/1941 στις 8.10 το πρωί να μπαίνουν στην Αθήνα.
Έως τις 30/4/1941 καταλήφθηκε η ηπειρωτική Ελλάδα και μέχρι τις 5/8/1941 σε συνεργασία με τους Ιταλούς τα διάφορα νησιά και στις 20-31/5/1941 διεξήχθη η Μάχη της Κρήτης. Κατά το διάστημα αυτό στις 21/4/1941 ο επικεφαλής στρατηγός Γ. Τσολάκογλου και με τις ευλογίες του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα υπέγραψε συνθηκολόγηση με τους γερμανούς, οι οποίοι διόρισαν πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό τον Γ. Τσολάκογλου. Την άλλη μέρα της συνθηκολόγησης ο Βασιλιάς και η κυβέρνησή του με πρωθυπουργό τώρα τον Εμμ. Τσουδερό που είχε διοριστεί την προηγούμενη, την κοπάνισε στην Κρήτη και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, φυσικά με γεμάτα τα μπαγκάζια τους με χρήμα και χρυσό. Την περίοδο αυτή μέσα στις πολλές πράξεις προδοσίας, αποσύνθεσης και διάλυσης που χαρακτηρίζουν τους κύριους φορείς και ανώτερους τιτλούχους του καθεστώτος της Αθήνας, τις τελευταίες εκείνες μέρες πριν την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα σημειώθηκε μια από τις πιο ατιμωτικές και απάνθρωπες πράξεις τους. Παράδωσαν τους πρώτους αντιστασιακούς, τους πρώτους αγωνιστές του αντιφασιστικού και εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος,2000 περίπου εξόριστους και φυλακισμένους δεσμώτες του ελληνικού μοναρχοφασισμού στους γερμανούς εισβολείς από τους οποίους τους πιο πολλούς τους εκτέλεσαν σε διάφορα σημεία της χώρας (βλ.σελ 108(2)).
Με την επίθεση των ιταλών στις 28/10/1940 κι ενώ τα παιδιά του λαού πολεμούσαν κάτω από μύριες δυσκολίες και χύνανε το αίμα τους για τη λευτεριά, στην Αθήνα κάποιοι άλλοι το γλεντούσαν . Πρόκειται για τους αξιωματούχους της φασιστικής νεολαίας της ΕΟΝ του Ι. Μεταξά οι οποίοι γύριζαν με τις κούρσες στην Αθήνα με μαύρες στολές και τις γυαλιστερές τους μπότες, γλεντούσαν στα πολυτελή γραφεία τους με το κονιάκ, τα σύκα, τα γλυκά που πρόσφερε ο λαός για τους φαντάρους, σπαταλώντας τα λεφτά που έδινε ο κόσμος από το υστέρημά του.
Συνέχιζαν την κραιπάλη τους με άφθονο κρασί και ποτό στα οργιαστικά τους συμπόσια των βαθμοφόρων της ΕΟΝ. Μετά την κατάρρευση βρέθηκαν ολόκληρες αποθήκες της ΕΟΝ με δέματα συγκεντρωμένα από την αρχή του πολέμου που οι «ηγέτες» της φασιστικής νεολαίας περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία να τα πουλήσουν, όσα είχαν μείνει βέβαια, διότι τα περισσότερα τα είχαν ήδη δώσει στο εμπόριο ή τα είχαν μοιράσει μεταξύ τους.
Την ίδια στιγμή που ο ελληνικός λαός έκανε ένα τιτάνιο αντιφασιστικό αγώνα ενάντια των δύο αυτοκρατοριών του Χίτλερ και του Μουσολίνι, οι «πατριώτες» της ΕΟΝ επιδίδονταν με μανία στο μοίρασμα της περιουσίας της Οργάνωσης, η οποία είχε γίνει από τη φορολογία και το αίμα του καταδυναστευόμενου λαού. Έπιπλα πολυτελή από μαόνι, βελούδινες κουρτίνες, λουξ πολυθρόνες, ντιβάνια, γραφομηχανές, ντουλάπια, ραδιογραμμόφωνα, ποδήλατα μοιράζονταν μέσα σε ένα «σκληρό αγώνα» για τη λεία ανάμεσα στους μεγιστάνες της ΕΟΝ.
Αυτή ήταν η περίφημη ηγεσία της φασιστικής νεολαίας του Ι. Μεταξά που την καθοδηγούσε ο ίδιος και θα δημιουργούσε «μια Ελλάδα νέα», η οποία διαλύθηκε σαν χάρτινος πύργος πριν ακόμη μπουν οι Γερμανοί κατακτητές στη χώρα μας.
Φυσικά δεν βρέθηκε ούτε ένας πυρήνας, ούτε μια ομάδα, ούτε ένα ανώτατο στέλεχος της ΕΟΝ που να αισθανθεί το εθνικό του καθήκον, να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια ομάδα, κάτι να κάνει , να προβάλλει αντίσταση στους κατακτητές. Αντίθετα υπάρχουν πάρα πολλά ονόματα από αυτούς που είχαν γίνει ανοιχτά συνεργάτες των κατακτητών , όπως ο σκληρός πυρήνας της ΕΟΝ, που εντάχθηκε στη φασιστική ΕΣΠΟ, η οποία χρηματοδοτούνταν από τη Γκεστάπο και τους χρησιμοποιούσε ως καταδότες(βλ.14) και ήταν φυσικό και επόμενο , διότι αυτά τα στελέχη κουβαλούσαν μέσα τους αντιλαϊκό, αντιδημοκρατικό και αντικομμουνιστικό δηλητήριο επειδή διαπαιδαγωγούνταν από τη φάλαγγα του Ι. Μεταξά. Αντίθετα από το κομμάτι εκείνα που απελευθερώθηκα από τα δεσμά της φασιστικής ΕΟΝ και κυρίως εκείνο που καταδίκαζε, βασάνιζε, και δολοφονούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ι. Μεταξά και τους ονόμαζε «προδότες» (βλ. σελ 201-202(2)) οργανώθηκε η αντίσταση της νεολαίας στα πλαίσια της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ ,η θρυλική ΕΠΟΝ ,με 640.000 νεολαίους αγωνιστές σε όλη τη χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής 1940-41.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41 σκοτώθηκαν 11.911(οπλίτες,αξιωματικοί) και εξαφανίστηκαν 1.342,συνολικά 13.253. Κατά τη διάρκεια του ελληνο-γερμανικού πολέμου (μαζί και η μάχη της Κρήτης) σκοτώθηκαν 1.437 και εξαφανίστηκαν 458. Στους δύο αυτούς πολέμους συνολικά σκοτώθηκαν 13.348 και εξαφανίστηκαν 1.800 σύνολο δηλαδή 15.148 οπλίτες και αξιωματικοί (βλ.σελ15-16(1)).
Την ιστορία την φτιάχνουν και τη γράφουν οι λαοί με τους αγώνες τους, το αίμα τους και τη δράση τους. Φυσικά ο ρόλος της προσωπικότητας του ηγέτη είναι σημαντικός κάτι που ο Μεταξάς ως δικτάτορας δεν μπορούσε να είναι διότι με τη βία και την απάτη καλλιεργούσε για 4 χρόνια στο λαό τα φασιστικά, ναζιστικά πρότυπα χωρίς να πιστεύει στο λαό αλλά ούτε και στη νίκη και φυσικά όμως φοβόταν το λαό , ο οποίος είπε το πραγματικό «ΟΧΙ» πρώτα στο αλβανικό μέτωπο με τους ιταλούς και στη συνέχεια με τους γερμανούς και μετά στην κατοχή με την αντίσταση των ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
Εξάλλου τα στελέχη της κυβέρνησης Μεταξά και όλος ο περίγυρος του Βασιλιά φρόντισαν γρήγορα να την κοπανήσουν στην Αίγυπτο με γεμάτες βαλίτσες από χρήματα. Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό αξίζει να παραθέσουμε δύο αποσπάσματα για τη νίκη του ελληνικού λαού στον πόλεμο του 1940-41. “ Συνηθίζουμε να λέμε: «οι έλληνες πολεμούν σαν ήρωες», στο μέλλον θα λέμε «οι ήρωες πολεμούν σαν έλληνες»” (βλ(12)). Παράλληλα οι σοβιετικοί δήλωναν : «Επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πάνοπλων και νικήσατε. Επολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήτο δυνατον να γίνει αλλοιώς, διότι είσθε έλληνες. Ως ρώσοι εκερδίσαμε χάριν εις την θυσίαν σας χρόνον δια να αμυνθώμεν. Σας ευγνωμονούμεν,» (βλ.13)
Τέλος, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η κυρίαρχη αντιδραστική αστική τάξη στην πιο κρίσιμη στιγμή για το λαό και τον τόπο πρόδωσε τα εθνικά συμφέροντα και συνεργάστηκε με τους ναζιφασίστες κατακτητές.
Βιβλιογραφία:
1) Αγώνες και νεκροί του Ελληνικού στρατού κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο1940-45,Έκδοση της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ) Αθήνα 1990
2) 1940-45 Ιστορία της Αντίστασης τόμος Α’(επιμέλεια Β.Γεωργίου) «Αυλός», Αθήνα 1979
3) Τάσος Βουρνάς: Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τομ. Γ’ εκδ. Πατάκη (Τρίτη έκδοση) Αθήνα 1999
4) Λιναρδάτος Σπύρος: Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι μεγάλες δυνάμεις (1936-1940) εκδ. Προσκήνιο (Β’ έκδοση), Αθήνα 1993
5) Εφημερίδα «Ακρόπολις» 28/10/1959, Αθήνα.
6) Στ’ άρματα! Στ’ άρματα! Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης τομ Α’ εκδ. Γιαννικός Αθήνα (ΧΧ).
7) Δάφνης Γρ. Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων τομ. Β’
8) Γ. Κορδάτος: Το Φασιστικό τελεσίγραφο και το «Όχι» του Μεταξά
9) «Ριζοσπάστης», 28/10/1945, Αθήνα
10) «Η Αυγή» 28/10/1966, Αθήνα
11) Εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 2/11/1940, Αθήνα
12) Λιναρδάτος Σπύρος: 4η Αυγούστου, Β’ ‘εκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα 1980
13) Εφημερίδα "Manchester Guardian", 19/4/1941, Αγγλία
14) Ραδιοφωνικός Σταθμός Μόσχας, 27/4/1942 ΕΣΣΔ
15) Κωστόπουλος Τάσσος: Οι ‘Ελληνες οπαδοί του Ράιχ, εφημερίδα "Πολεμικός Τύπος", φυλ.23/2002
Στις 28 Οκτώβρη 1940 στις 5.30 το πρωί πολυάριθμες ιταλικές φασιστικές δυνάμεις επιτίθενται σε όλο το μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων , από τις βουνοκορφές του Γράμμου ως τις παραλιακές ακτές του Ιονίου Πελάγους (Ιόνιο ως τη λίμνη Πρέσπα), προηγήθηκε εντατική προπαρασκευή πυροβολικού και σφοδρός βομβαρδισμός της αεροπορίας τους.
Ο αιφνιδιασμός και η μεγάλη υπεροχή τους σε αριθμητική δύναμη και με σύγχρονα πολεμικά μέσα είχε ως αποτέλεσμα να εισβάλλουν στο ελληνικό έδαφος από πολλά σημεία. Η υπεροχή των ιταλικών δυνάμεων κυρίως σε πυροβολικό, άρματα κα ι αεροπορία ήταν συντριπτική. (βλ.σελ.2(1)).
«Ο Ελληνικός στρατός πρόβαλε ηρωική αντίσταση παντού αναπληρώνοντας με το μαχητικό του φρόνημα και την ασύγκριτη ανδρεία του τις ανεπαρκείς δυνάμεις και την τέλεια σχεδόν ανυπαρξία αεροπορίας και αρμάτων μάχης»(βλ. σελ 63 (2)). Την ίδια περίοδο , Οκτώβρης 1940, σε έκθεση του ΓΕΣ μεταξύ άλλων σημειώνεται «…αντιαεροπορικόν ουχί επαρκές. Αντιαρματικόν τοιούτον διετίθετο ελάχιστόν… Γενικώς από απόψεως τροφίμων και νομής κατά την κήρυξιν του πολέμου, δεν υπήρχον αποθέματα γενικής εφεδρείας. Αι ανάγκαι του στρατού εκστρατείας απήτουν μέγαν αριθμόν αυτοκινήτων ανερχομένων εις 7.000 περίπου έναντι των υπαρχόντων 600 της Στρατιωτικής Υπηρεσίας… Κατά την έναρξιν του πολέμου η Ελληνική Αεροπορία διέθετεν εις καλήν κατάστασιν τον κάτωθι αριθμόν αεροσκαφών : 38 αεροσκάφη διώξεως, 9 αεροσκάφη ελαφρού βομβαρδισμού και αναγνωρίσεως, 18 βομβαρδισμού, 50 παρατηρήσεως και στρατιωτικής συνεργασίας…» (βλ. σελ. 65 (2))έναντι 400 αεροσκαφών βομβαρδισμού – διώξεως των ιταλών (βλ. σελ. 2 (1)).
Ο πόλεμος αυτός απέδειξε τον ηρωισμό και το αντιφασιστικό πνεύμα των ελλήνων αλλά και απομυθοποίησε τη χυδαία προπαγάνδα της δικτατορίας του Ι. Μεταξά, η οποία επί μια τετραετία είχε ως στόχο την εξαπάτηση του λαού ( πέρα από την ωμή βία, τρομοκρατία, φυλακές, εξορίες κλπ) και προσπαθούσε να του καλλιεργήσει την ψευδή εντύπωση ότι μεριμνούσε ανελλιπώς για τον εξοπλισμό του στρατού και την ασφάλεια της χώρας.
Η δοκιμασία του πολέμου απέδειξε την απροετοιμασία της χώρας προς τον πόλεμο, την οποία αναγκάστηκαν να ομολογήσουν αργότερα κορυφαίοι στρατιωτικοί ηγήτορες των κατά ξηρά και θάλασσα μονάδων στα απομνημονεύματά τους (Παπάγος, ναύαρχος Σακκελαρίου κ.α ) και κυρίως έφερε σε φως τις τρομερές λαθροχειρίες της δικτατορίας στον πολυδιαφημιζόμενο έρανο για την ενίσχυση της αεροπορίας. Εκατομμύρια επί εκατομμυρίων είχαν «φαγωθεί», είχαν καταχραστεί.
Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο διαθέτονας μερικά απαρχαιωμένα γαλλικής και πολωνικής κατασκευής αεροπλάνα, τα οποία το δημόσιο είχε προμηθευτεί πριν της δικτατορίας του Ι. Μεταξά. (βλ. σελ 12 (3))
Πριν από την επίθεση είχε προηγηθεί ιταλικό τελεσίγραφο στον τότε δικτάτορα Ι. Μεταξά στις 28/10/1940 στις 3.00 το πρωί από τον ιταλό πρέσβη στην Αθήνα Γράτσι, το οποίο και απέρριψε.
¨ Ήταν ένα κυνικό διπλωματικό έγγραφο με σκηνοθετημένες κατηγορίες και αξιώσεις για παραχωρήσεις εδαφικών στρατηγικών σημείων της χώρας μας, που καμιά κυβέρνηση στον κόσμο δεν μπορούσε να δεχτεί.
Τίποτε πιο φυσικό να το απορρίψει και ο Μεταξάς ( βλ. σελ.53 (2)). Ανάμεσα στα άλλα στο τελεσίγραφο τονίζονταν τα εξής : «… το δικαίωμα να καταλάβει δια των ενόπλων αυτής δυνάμεων ( Ιταλίας) δια την διάρκεια της σημερινής προς την Αγγλία ρήξεως, ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους» (βλ.σελ 178(4)). Φυσικά ο Ι. Μεταξάς δεν μπορούσε να κάνει και διαφορετικά διότι αν δεχόταν το τελεσίγραφο τότε θα ανατρεπόταν από το Βασιλιά και τους άγγλους που τον είχαν τοποθετήσει δικτάτορα για να υπερασπίσει τα συμφέροντά τους την περίοδο αυτή απέναντι στην Ιταλία.
Aλλά το σημαντικότερο ο αδούλωτος και αλύγιστος λαός μας θα συνέχιζε τον αγώνα κάτι που φυσικά έκανε με ηρωισμό και αυταπάρνηση λέγοντας το πραγματικό ΟΧΙ στη φασιστική εισβολή γράφοντας με το αίμα του νέες σελίδες ηρωισμού και θυσιών κάτω από δύσκολες συνθήκες, λάσπη , χιόνια, βροχές, πείνα, κρυοπαγήματα και μύριες άλλες κακουχίες στα αλβανικά βουνά – μέτωπο.
Αλλά και στη συνέχεια στην κατοχή και στην Εθνική Αντίσταση με επικεφαλής τα ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ κάτω από την καθοδήγηση του ΚΚΕ. Ο Ι, Μεταξάς απέρριψε το τελεσίγραφο χωρίς όμως να πιστεύει στη νίκη του ελληνικού λαού, αλλά για να ριχτούν απλά μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων. Στις 30. 10.1940 δήλωνε στους δημοσιογράφους: «Αλλά υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει έστω και χωρίς καμιάν ελπίδα νίκης» (βλ. σελ. 181(4) και σελ.56(2)).
Στο ίδιο πνεύμα ο αρχηγός του ΓΕΣ Α. Παπάγος λίγες μέρες πριν την ιταλική επίθεση είχε δηλώσει στον επιτελάρχη του ΤΣΔΜ συνταγματάρχη Γεωργούλη ότι αν μας επιτεθούν οι Ιταλοί «θα ρίψωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων»(βλ. σελ 181(4)). Η δικτατορία του Μεταξά δεν πολεμούσε ούτε για τη δόξα αλλά μόνο γιατί έπρεπε και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, να ρίξει μόνο μερικές τουφεκιές για την τιμή των όπλων.
Σχετικά με αυτό ο υποστράτηγος Π. Πετρόπουλος , Διευθυντής τότε του ΙΙΙ Γραφείου επιχειρήσεων της VIII Μεραρχίας που αντιμετώπισε το κύριο βάρος της εχθρικής επίθεσης στην Ήπειρο, γράφει: «Η Ανώτατη ηγεσία δεν επίστευεν εις την νίκην, αλλά ήθελεν να ρίψωμεν μερικούς πυροβολισμούς δια την τιμήν των όπλων μας» (βλ.(5)-σελ.56(2)-σελ 79(6)).
Διαμετρικά αντίθετη ήταν η στάση του λαού.
Όταν το πρωί στις 28/10/1940 μαθεύτηκε από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο η ιταλική επίθεση , η ψυχραιμία, το θάρρος και η αποφασιστικότητα κυριαρχούσε στο λαό. Όχι μόνο οι έφεδροι καλούνταν στα όπλα αλλά χιλιάδες εθελοντές όλων των ηλικιών έτρεχαν να παρουσιαστούν στα κέντρα επιστράτευσης που ορίστηκαν σε όλη τη χώρα, στα οποία σχηματίστηκαν τεράστιες ουρές.
Στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες πόλεις συγκροτήθηκαν αυθόρμητα μεγάλες διαδηλώσεις αποδοκιμασίας της φασιστικής Ιταλίας και του δικτάτορα Μουσολίνι , κλπ (βλ. σελ 58(2)). Όλη αυτή η εικόνα της μεγαλοπρέπειας του λαού για την πάλη και την νίκη που πραγματικά είπε όχι στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, τρόμαξε το δικτάτορα Ι. Μεταξά, που στο ημερολόγιό του έγραφε: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» (βλ. σελ 181 (4)) Ο λαός ενωμένος, παρά τις καταπιέσεις, τις φυλακές, τις εξορίες, τις πικρίες, τους διαχωρισμούς από το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, βρέθηκε έτοιμος να πολεμήσει τους επιδρομείς παρά τη φιλοφασιστική και φιλοναζιστική προπαγάνδα του καθεστώτος (βλ. σελ 181-2 (4)), το οποίο καλλιεργούσε και επέβαλε το θαυμασμό στα φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας. «Ο ελληνικός λαός εκλήθη να αντιμετωπίση τον ιταλικόν φασισμόν και τον γερμανικόν εθνικοσοσιαλισμόν, αφού επί μία τετραετία εδιδάσκετο ότι τα καθεστώτα ταύτα ήσαν αι μορφαί πολιτικής διακυβερνήσεως του μέλλοντος» (βλ. σελ 474-475- σελ 143 )
Αλλά και την τελευταία στιγμή ο Μεταξάς όχι μόνο δεν πίστευε στη νίκη αλλά και είχε αυταπάτες ότι δεν θα μας επιτεθεί η Ιταλία.
Τηλεγραφήματα από τις Πρεσβείες που έφταναν μιλούσαν για επίθεση. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω που έστειλε ο Ι. Πολίτης από τη Ρώμη στις 23/10.1940 «κατά πληροφορίας στρατιωτικής πηγής προστίθεται ήδη και χρονικός προσδιορισμός μεταξύ 25 και 28 τρέχοντος δια την εκδήλωσίν της εναντίον της Ελλάδος ενεργείας». ( Βλ.σελ. 176 (4))
Φυσικά πριν η ηγεσία του ΓΕΣ με την κατάληψη της Αλβανίας από την Ιταλία τον Απρίλη του 1939 έβλεπε τον κίνδυνο της ιταλική επίθεση χωρίς όμως ο Μεταξάς να παίρνει μέτρα όταν του ζητήθηκε. Χαρακτηριστικά στο ημερολόγιό του στις 9/10/1940 έγραφε « « Παπαδήμας, Παπάγος. Εξωφρενικά αιτήματα! Επιστράτευσις, προμήθεια 584 εκατομμύρια!..» (βλ. σελ.149(4)).
Είχε προηγηθεί βομβαρδισμός στις 12.7.1940 από τρία ιταλικά αεροπλάνα του βοηθητικού του Ελληνικού Στόλου «Ωρίων» καθώς και στο αντιτορπιλικό «Ύδρα». Στις 30.7.1940 ρίχνονται 4 βόμβες εναντίον ελληνικού αντιτορπιλικού στον Κορινθιακό. Στις 2.8. 1940 ιταλικό αεροπλάνο ρίχνει βόμβες εναντίον πλοίου της οικονομικής αστυνομίας 1 χιλ. από το φάρο της Λαγούσας. Στις 15.8.1940 βυθίζεται το καταδρομικό «Έλλη».
Από την πλευρά της δικτατορίας για να μην εξοργίσει το Μουσολίνι και να μην μεγαλώσει την ανησυχία της ελληνικής κοινή γνώμης απαγορεύεται να δημοσιευτεί οποιαδήποτε πληροφορία για τις ιταλικές προκλήσεις (βλ.154.(4)).Έγιναν βέβαια διακοινώσεις διαμαρτυρίας στην Ιταλία, αλλά Ιταλοί τους «έγραψαν» κανονικά γιατί είχαν τα σχέδιά τους.
Οι αυταπάτες του Μεταξά συνεχίζονταν όταν ακόμη μετά τον τορπιλισμό του «Έλλη» στις 15.8.1940 ο Παπάγος με την ιδιότητα του αρχηγού του ΓΕΣ του ζήτησε να παρθούν ορισμένα μέτρα. Ο Μεταξάς τα απέρριψε, αλλά για να δικαιολογήσει τη στάση του απευθύνθηκε στη Γερμανία του Χίτλερ για να τον συμβουλευτεί, που φυσικά η απάντηση από τη Γερμανία ήταν αρνητική, να μην κάνει τίποτε» (βλ. 49-50(2)).
Ο Παπάγος σημειώνει : «Ουδέποτε η κυβέρνησις μεταξύ των σκοπών της μιας προπαρασκευής είχε θέσει και τον της αντιμετωπίσεως ενός πολέμου κατά της Ιταλίας. Οπότε όμως τον Απρίλιο του 1939 τα ιταλικά στρατεύματα κατέλαβαν την Αλβανίαν, το ζήτημα της αντιμετωπίσεως του ιταλικού κινδύνου εν αμέσω ή προσεχεί μέλλοντι ετίθετο πλέον όμως από στρατιωτικής πλευράς» (βλ. σελ. 78 (6)).
Ανακεφαλαιώνοντας όλα αυτά για το ποιος είπε πραγματικά το ΟΧΙ αλλά και απαντώντας σε όλους εκείνους τους απολογητές και υμνητές της δικτατορίας του Ι. Μεταξά, που θέλουν να τον παρουσιάσουν σαν έναν άνθρωπο με αρετές, με θάρρος και αποφασιστικότητα, αλλά και αμέσως μετά την κήρυξιν του πολέμου, ο γνωστός ιστορικός Γ. Κορδάτος γράφει σε δημοσιεύματά του:
«.. Ο Μεταξάς κανένα ΟΧΙ δεν είπε στον Ιταλό πρεσβευτή. Το ΟΧΙ το είπε ο ελληνικός λαός και στο αλβανικό μέτωπο και ύστερα στον καιρό της κατοχής με την Εθνική Αντίσταση…Ο Μεταξάς δεν έπαιξε τον ιστορικό ρόλο που καλούσαν οι περιστάσεις να παίξει. Ως την τελευταία στιγμή έλπιζε πως ο Μουσολίνι δεν θα μας επιτίθονταν , γιατί πολλά περίμενε από τον Χίτλερ που τον πίστευε για φίλο και προστάτη της Ελλάδας! Γι ‘ αυτό όταν στις 4 το πρωί της 28 Οκτώβρη 1940 τον ξύπνησε ο Ιταλός Πρεσβευτής Γκράτσι για να του επιδώσει το τελεσίγραφο δεν κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο – έτσι διηγείται ο Γκράτσι που κατά τα άλλα γράφει με πολλή συμπάθεια για το Μεταξά - άρχισε τις φιλοφρονήσεις. Άμα δε διάβασε το τελεσίγραφο ούτε αγρίεψε, ούτε κράτησε την ψυχραιμία του, ούτε βρήκε δύο λέξει από εκείνες που μένουν ιστορικές για να πει για λογαριασμό της Ελλάδας, παρά δάκρυσε.. (βλ.(8),σελ.57-58(2)). Όταν τελείωσε το διάβασμα του φασιστικού τελεσιγράφου( διηγείται ο ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι) «κοίταξε κατάματα το Γκράτσι και με συγκινημένη αλλά σταθερή φωνή του είπε στα γαλλικά: ώστε έχω πόλεμο»! (βλ.σελ.58(2)).
Με το ξέσπασμα του πολέμου οι 600 δεσμώτες κομμουνιστές της Ακροναυπλίας με υπόμνημά τους στις 29 Οκτώβρη 1940 διεκδικούσαν την τιμή να υπερασπίσουν την πατρίδα προτάσσοντας τα στήθη τους στους εισβολείς, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Η δικτατορία απέρριψε το υπόμνημά τους απαντώντας αρνητικά.
Ανάλογα υπομνήματα στάλθηκαν από τους φυλακισμένους και εξόριστους από την Κέρκυρα, Φολέγανδρο, Κίμωλο, Σίκινο, Ασβεστοχώρι, κλπ τα οποία απορρίφθηκαν από τη δικτατορία (βλ. (9)).Η αρνητική απάντηση της δικτατορίας είχε ως αποτέλεσμα πολλοί δεσμώτες αγωνιστές στους τόπους εξορίας να πεθάνουν από τη φοβερή πείνα του 1941. Εκατοντάδες άλλοι να παραδοθούν από τη δικτατορία στα κατοχικά στρατεύματα και να εκτελεστούν από τους Γερμανούς στην Καισαριανή στην Αθήνα, στο στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και σε άλλα σημεία. Το σημαντικότερο από όλα όμως που ήταν η συνισταμένη της τοποθέτησης των κομμουνιστών της Ελλάδας, αλλά και κάθε προοδευτικού ανθρώπου για τον πόλεμο και την φασιστική εισβολή ήταν το ανοιχτό γράμμα προς το λαό της Ελλάδας του ΓΓ του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη , το οποίο γράφτηκε στα κρατητήρια της Γενικής Ασφάλειας υπό τύπο μανιφέστου προς τον ελληνικό λαό και δημοσιεύτηκε στον τύπο στις 2/11/1940.
Το Γράμμα του Νίκου Ζαχαριάδη ήταν ξεκάθαρο και χωρίς περιστροφές. Έβαζε ζήτημα προοπτικής «μια καινούργια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό». Ουσιαστικά το γράμμα έθετε τις βάσεις για τη δημιουργία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), που ακολουθήθηκε στη συνέχεια και γιγαντώθηκε στο λαό για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά. (Το ιστορικό Γράμμα του Ζαχαριάδη δημοσιεύεται παραπάνω).
Με την κατάληψη της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής τον Απρίλη 1941 ο Νίκος Ζαχαριάδης παραδόθηκε από την Ελληνική Ασφάλεια στους γερμανούς και μεταφέρθηκε στο Νταχάου από το οποίο απελευθερώθηκε το 1945 και επέστρεψε στην Ελλάδα στα τέλη Μάη του ίδιου έτους.
Ο πόλεμος του 1940-41 με τους ιταλούς χωρίζεται από το ΓΕΣ σε τρεις χρονικές περιόδους.
Η πρώτη αφορά το διάστημα 28/10/1940 έως τις 13/11/1040 κατά το οποίο έχουμε την επίθεση της Ιταλίας, την κατάληψη ελληνικών εδαφών και στη συνέχεια οι ελληνικές δυνάμεις έως τις 13/11/1940 είχαν αποκαταστήσει στο μεγαλύτερο μέρος το εθνικό έδαφος, στην περιοχή της Κόνιτσας και τις διαβάσεις των συνόρων. Παράλληλα από 1-13/11/1940 στη ΒΔ Μακεδονία οι Ελληνικές δυνάμεις με αντεπιθέσεις πέτυχαν να καταλάβουν υψώματα πέρα από τα σύνορα.
Η δεύτερη περίοδος είναι από 14/11/1940 έως 6/1/1941. Έχουμε γενικά αντεπίθεση των ελληνικών δυνάμεων με εντυπωσιακά αποτελέσματα (βλ.σελ 3-4 (1)).
Η Τρίτη περίοδος είναι από 7/1/1941 έως τις 26/3/1941. Στο διάστημα αυτό στον κεντρικό τομέα του μετώπου έγιναν οι σκληρότεροι και οι πιο αιματηροί αγώνες των Ελλήνων και Ιταλών. Κατά τη διάρκεια αυτή σημειώθηκαν πάρα πολλές μεγάλες επιθέσεις των ιταλών, χωρίς να σπάσουν την άμυνα των ελλήνων. Στη συνέχεια , ως τις 9/4/1941 που διατάχθηκε η αναστολή των πολεμικών επιχειρήσεων στο Αλβανικό μέτωπο λόγω της γερμανικής εισβολής η κατάσταση στο μέτωπο δεν παρουσίασε αξιόλογες μεταβολές ( βλ. σελ 5-7(1))
Στις 6/4/1941 στις 5.15 το πρωί άρχισε αιφνιδιαστικά η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα και στη Νότια Γιουγκοσλαβία με αποτέλεσμα στις 9/4/1941 στις 8 το πρωί η Θεσσαλονίκη να παραδίδεται στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και στις 27/4/1941 στις 8.10 το πρωί να μπαίνουν στην Αθήνα.
Έως τις 30/4/1941 καταλήφθηκε η ηπειρωτική Ελλάδα και μέχρι τις 5/8/1941 σε συνεργασία με τους Ιταλούς τα διάφορα νησιά και στις 20-31/5/1941 διεξήχθη η Μάχη της Κρήτης. Κατά το διάστημα αυτό στις 21/4/1941 ο επικεφαλής στρατηγός Γ. Τσολάκογλου και με τις ευλογίες του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα υπέγραψε συνθηκολόγηση με τους γερμανούς, οι οποίοι διόρισαν πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό τον Γ. Τσολάκογλου. Την άλλη μέρα της συνθηκολόγησης ο Βασιλιάς και η κυβέρνησή του με πρωθυπουργό τώρα τον Εμμ. Τσουδερό που είχε διοριστεί την προηγούμενη, την κοπάνισε στην Κρήτη και στη συνέχεια στην Αίγυπτο, φυσικά με γεμάτα τα μπαγκάζια τους με χρήμα και χρυσό. Την περίοδο αυτή μέσα στις πολλές πράξεις προδοσίας, αποσύνθεσης και διάλυσης που χαρακτηρίζουν τους κύριους φορείς και ανώτερους τιτλούχους του καθεστώτος της Αθήνας, τις τελευταίες εκείνες μέρες πριν την είσοδο των γερμανών στην Αθήνα σημειώθηκε μια από τις πιο ατιμωτικές και απάνθρωπες πράξεις τους. Παράδωσαν τους πρώτους αντιστασιακούς, τους πρώτους αγωνιστές του αντιφασιστικού και εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος,2000 περίπου εξόριστους και φυλακισμένους δεσμώτες του ελληνικού μοναρχοφασισμού στους γερμανούς εισβολείς από τους οποίους τους πιο πολλούς τους εκτέλεσαν σε διάφορα σημεία της χώρας (βλ.σελ 108(2)).
Με την επίθεση των ιταλών στις 28/10/1940 κι ενώ τα παιδιά του λαού πολεμούσαν κάτω από μύριες δυσκολίες και χύνανε το αίμα τους για τη λευτεριά, στην Αθήνα κάποιοι άλλοι το γλεντούσαν . Πρόκειται για τους αξιωματούχους της φασιστικής νεολαίας της ΕΟΝ του Ι. Μεταξά οι οποίοι γύριζαν με τις κούρσες στην Αθήνα με μαύρες στολές και τις γυαλιστερές τους μπότες, γλεντούσαν στα πολυτελή γραφεία τους με το κονιάκ, τα σύκα, τα γλυκά που πρόσφερε ο λαός για τους φαντάρους, σπαταλώντας τα λεφτά που έδινε ο κόσμος από το υστέρημά του.
Συνέχιζαν την κραιπάλη τους με άφθονο κρασί και ποτό στα οργιαστικά τους συμπόσια των βαθμοφόρων της ΕΟΝ. Μετά την κατάρρευση βρέθηκαν ολόκληρες αποθήκες της ΕΟΝ με δέματα συγκεντρωμένα από την αρχή του πολέμου που οι «ηγέτες» της φασιστικής νεολαίας περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία να τα πουλήσουν, όσα είχαν μείνει βέβαια, διότι τα περισσότερα τα είχαν ήδη δώσει στο εμπόριο ή τα είχαν μοιράσει μεταξύ τους.
Την ίδια στιγμή που ο ελληνικός λαός έκανε ένα τιτάνιο αντιφασιστικό αγώνα ενάντια των δύο αυτοκρατοριών του Χίτλερ και του Μουσολίνι, οι «πατριώτες» της ΕΟΝ επιδίδονταν με μανία στο μοίρασμα της περιουσίας της Οργάνωσης, η οποία είχε γίνει από τη φορολογία και το αίμα του καταδυναστευόμενου λαού. Έπιπλα πολυτελή από μαόνι, βελούδινες κουρτίνες, λουξ πολυθρόνες, ντιβάνια, γραφομηχανές, ντουλάπια, ραδιογραμμόφωνα, ποδήλατα μοιράζονταν μέσα σε ένα «σκληρό αγώνα» για τη λεία ανάμεσα στους μεγιστάνες της ΕΟΝ.
Αυτή ήταν η περίφημη ηγεσία της φασιστικής νεολαίας του Ι. Μεταξά που την καθοδηγούσε ο ίδιος και θα δημιουργούσε «μια Ελλάδα νέα», η οποία διαλύθηκε σαν χάρτινος πύργος πριν ακόμη μπουν οι Γερμανοί κατακτητές στη χώρα μας.
Φυσικά δεν βρέθηκε ούτε ένας πυρήνας, ούτε μια ομάδα, ούτε ένα ανώτατο στέλεχος της ΕΟΝ που να αισθανθεί το εθνικό του καθήκον, να προσπαθήσει να δημιουργήσει μια ομάδα, κάτι να κάνει , να προβάλλει αντίσταση στους κατακτητές. Αντίθετα υπάρχουν πάρα πολλά ονόματα από αυτούς που είχαν γίνει ανοιχτά συνεργάτες των κατακτητών , όπως ο σκληρός πυρήνας της ΕΟΝ, που εντάχθηκε στη φασιστική ΕΣΠΟ, η οποία χρηματοδοτούνταν από τη Γκεστάπο και τους χρησιμοποιούσε ως καταδότες(βλ.14) και ήταν φυσικό και επόμενο , διότι αυτά τα στελέχη κουβαλούσαν μέσα τους αντιλαϊκό, αντιδημοκρατικό και αντικομμουνιστικό δηλητήριο επειδή διαπαιδαγωγούνταν από τη φάλαγγα του Ι. Μεταξά. Αντίθετα από το κομμάτι εκείνα που απελευθερώθηκα από τα δεσμά της φασιστικής ΕΟΝ και κυρίως εκείνο που καταδίκαζε, βασάνιζε, και δολοφονούσε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου του Ι. Μεταξά και τους ονόμαζε «προδότες» (βλ. σελ 201-202(2)) οργανώθηκε η αντίσταση της νεολαίας στα πλαίσια της Εθνικής Αντίστασης του ΕΑΜ ,η θρυλική ΕΠΟΝ ,με 640.000 νεολαίους αγωνιστές σε όλη τη χώρα κατά τη διάρκεια της κατοχής 1940-41.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940-41 σκοτώθηκαν 11.911(οπλίτες,αξιωματικοί) και εξαφανίστηκαν 1.342,συνολικά 13.253. Κατά τη διάρκεια του ελληνο-γερμανικού πολέμου (μαζί και η μάχη της Κρήτης) σκοτώθηκαν 1.437 και εξαφανίστηκαν 458. Στους δύο αυτούς πολέμους συνολικά σκοτώθηκαν 13.348 και εξαφανίστηκαν 1.800 σύνολο δηλαδή 15.148 οπλίτες και αξιωματικοί (βλ.σελ15-16(1)).
Την ιστορία την φτιάχνουν και τη γράφουν οι λαοί με τους αγώνες τους, το αίμα τους και τη δράση τους. Φυσικά ο ρόλος της προσωπικότητας του ηγέτη είναι σημαντικός κάτι που ο Μεταξάς ως δικτάτορας δεν μπορούσε να είναι διότι με τη βία και την απάτη καλλιεργούσε για 4 χρόνια στο λαό τα φασιστικά, ναζιστικά πρότυπα χωρίς να πιστεύει στο λαό αλλά ούτε και στη νίκη και φυσικά όμως φοβόταν το λαό , ο οποίος είπε το πραγματικό «ΟΧΙ» πρώτα στο αλβανικό μέτωπο με τους ιταλούς και στη συνέχεια με τους γερμανούς και μετά στην κατοχή με την αντίσταση των ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, ΕΠΟΝ για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά.
Εξάλλου τα στελέχη της κυβέρνησης Μεταξά και όλος ο περίγυρος του Βασιλιά φρόντισαν γρήγορα να την κοπανήσουν στην Αίγυπτο με γεμάτες βαλίτσες από χρήματα. Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό αξίζει να παραθέσουμε δύο αποσπάσματα για τη νίκη του ελληνικού λαού στον πόλεμο του 1940-41. “ Συνηθίζουμε να λέμε: «οι έλληνες πολεμούν σαν ήρωες», στο μέλλον θα λέμε «οι ήρωες πολεμούν σαν έλληνες»” (βλ(12)). Παράλληλα οι σοβιετικοί δήλωναν : «Επολεμήσατε άοπλοι εναντίον πάνοπλων και νικήσατε. Επολεμήσατε μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήτο δυνατον να γίνει αλλοιώς, διότι είσθε έλληνες. Ως ρώσοι εκερδίσαμε χάριν εις την θυσίαν σας χρόνον δια να αμυνθώμεν. Σας ευγνωμονούμεν,» (βλ.13)
Τέλος, αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η κυρίαρχη αντιδραστική αστική τάξη στην πιο κρίσιμη στιγμή για το λαό και τον τόπο πρόδωσε τα εθνικά συμφέροντα και συνεργάστηκε με τους ναζιφασίστες κατακτητές.
Βιβλιογραφία:
1) Αγώνες και νεκροί του Ελληνικού στρατού κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο1940-45,Έκδοση της Διευθύνσεως Ιστορίας Στρατού (ΓΕΣ) Αθήνα 1990
2) 1940-45 Ιστορία της Αντίστασης τόμος Α’(επιμέλεια Β.Γεωργίου) «Αυλός», Αθήνα 1979
3) Τάσος Βουρνάς: Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τομ. Γ’ εκδ. Πατάκη (Τρίτη έκδοση) Αθήνα 1999
4) Λιναρδάτος Σπύρος: Ο Ιωάννης Μεταξάς και οι μεγάλες δυνάμεις (1936-1940) εκδ. Προσκήνιο (Β’ έκδοση), Αθήνα 1993
5) Εφημερίδα «Ακρόπολις» 28/10/1959, Αθήνα.
6) Στ’ άρματα! Στ’ άρματα! Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης τομ Α’ εκδ. Γιαννικός Αθήνα (ΧΧ).
7) Δάφνης Γρ. Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων τομ. Β’
8) Γ. Κορδάτος: Το Φασιστικό τελεσίγραφο και το «Όχι» του Μεταξά
9) «Ριζοσπάστης», 28/10/1945, Αθήνα
10) «Η Αυγή» 28/10/1966, Αθήνα
11) Εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα», 2/11/1940, Αθήνα
12) Λιναρδάτος Σπύρος: 4η Αυγούστου, Β’ ‘εκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα 1980
13) Εφημερίδα "Manchester Guardian", 19/4/1941, Αγγλία
14) Ραδιοφωνικός Σταθμός Μόσχας, 27/4/1942 ΕΣΣΔ
15) Κωστόπουλος Τάσσος: Οι ‘Ελληνες οπαδοί του Ράιχ, εφημερίδα "Πολεμικός Τύπος", φυλ.23/2002
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου