Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ EMEP (ΚΟΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ) ΣΤΟ ΚΚΕ (Μάης 2015) – ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ "ΝΕΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ" - ΕΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΟΥ EMEP (ΚΟΜΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ) ΣΤΟ ΚΚΕ (Μάης 2015) – ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΑ "ΝΕΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ" - ΕΝΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ

Στο πλαίσιο του προβληματισμού, του δημόσιου διαλόγου και της πολιτικής – ιδεολογικής αντιπαράθεσης ακόμα, σε  κρίσιμα σύγχρονα ζητήματα προσανατολισμού, τακτικής – στρατηγικής και τελικά βασικών πολιτικών επιλογών που αφορούν τον προσανατολισμό και την απόδοση του αντιιμπεριαλιστικού – λαϊκού αριστερού – εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος γενικότερα και ειδικότερα στην ευρύτερη δική μας περιοχή, τα “ΝΕΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ” αναδημοσιεύουν, αναπαράγουν καλύτερα, ένα ιδιαίτερα σημαντικό και ενδιαφέρον πολιτικό κείμενο. Πρόκειται για το κείμενο ανοιχτής – δημόσιας πολιτικής κριτικής που άσκησε το Κόμμα Εργασίας της Τουρκίας (EMEP) προς το κόμμα του Περισσού (ΚΚΕ) και την βασική, την κεντρική πολιτική του, κείμενο γραμμένο τον Απρίλη και δημοσιευμένο στο θεωρητικό περιοδικό του EMEP τον Μάη του 2015. Πρόκειται για μια πολιτική παρέμβαση – κριτική, με σοβαρά στοιχεία επικαιρότητας, που έχει αξία και σημασία να διαβαστεί ολόκληρη, ενώ εμείς, από την δική μας πλευρά οφείλουμε να τονίσουμε την θέση μας, πως η συνολική πολιτική και οι “αποδόσεις” του κόμματος του Περισσού στα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της χώρας μας, μέχρι και σήμερα, επιβεβαιώνουν και δικαιώνουν βασικές παρατηρήσεις και διαπιστώσεις του κειμένου κριτικής του EMEP. 

                                     Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΣΟΣΙΑΛΡΕΦΟΡΜΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΚΕ

“Η Ευρώπη του σήμερα, παρότι έχει χάσει την παλιά κεντρική θέση της στον καπιταλιστικό κόσμο, παραμένει ακόμα το σπίτι για χώρες όπου ταυτόχρονα ο μονοπωλιακός καπιταλισμός και οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό είναι υπερώριμοι. Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, δεν αποτελεί έκπληξη ότι τα ευρωπαϊκά λαϊκά κι εργατικά κινήματα υπέφεραν τα χειρότερα από τις πολύπλευρες ουλές και τις βαθύτερες συνέπειες της προσωρινής πλήρους ήττας της διεθνούς εργατικής τάξης.

Η συγκεκριμένη ασυμμετρία που σημειώνεται σε αυτή την περιοχή – όπου οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό είναι οι πιο ώριμες κι επομένως υπάρχουν τα πιο προηγμένα τμήματα της μόνης τάξης που είναι ικανή να εγκαθιδρύσει μία σοσιαλιστική επανάσταση (η εργατική) – είναι ότι το εργατικό κίνημα βρίσκεται ιστορικά στην πιο αδύνατη, ανοργάνωτη, πιο διαιρεμένη κατάσταση και η πίστη στο σοσιαλισμό είναι πλέον κλονισμένη. Αυτή η σχετικά αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στο στόχο και τις ειδικές συνθήκες, που προκλήθηκε από την ιστορική ήττα, δεν έχει ακόμα ξεπεραστεί.

Ναι, ακόμα, παρά την οικονομική κρίση του 2007-2009 που συγκλόνισε την Ευρώπη. Είναι καθαρό ότι αν η βαθιά οικονομική κρίση – που ξεκίνησε μία περίοδο βαθέματος της γενικής κατάπτωσης στο μονοπωλιακό καπιταλισμό – δεν συνέπιπτε με αυτή την περίοδο της ιστορικής ήττας, η ανάπτυξη της ταξικής πάλης θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά.

Η κρίση έχει επίσης επίπτωση στην προαναφερθείσα ασυμμετρία. Όχι μόνο εξέθεσε τον παρασιτικό χαρακτήρα και την αποσύνθεση του μονοπωλιακού καπιταλισμού αλλά επίσης οδήγησε σε νέες ανησυχίες ανάμεσα σε όλες τις τάξεις και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους που υπέστησαν κοινωνικοοικονομική επιδείνωση των συνθηκών τους. Η κρίση εξέθεσε τα όρια του Ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική επιθετικότητα, τη σοβαρή ευθραυστότητα και αδυναμία αυτών των κομμάτων που επιφορτίστηκαν (ή έστω ισχυρίζονται έτσι) να οργανώσουν και να διευθύνουν αυτό το κίνημα.

Αυτό το άρθρο θα εστιάσει σε δύο παραδείγματα αναδεικνύοντας τυπικά ιδεολογικοπολιτικά προβλήματα του Ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Ένα από αυτά είναι ο ολοένα και πιο εμφανής σοσιαλρεφορμισμός μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και το άλλο, ο ανερχόμενος αριστερός δογματισμός και σεχταρισμός μέσα στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας (ΚΚΕ). Λαμβανομένης υπόψη της γενικής κατάστασης πιο πάνω, δεν αποτελεί σύμπτωση ότι αυτά τα δύο παραδείγματα έχουν έρθει στο προσκήνιο σε μία χώρα που η κρίση προξένησε τεράστι κοινωνικάτραύματα.

Ο σύγχρονος σοσιαλρεφορμισμός και το εργατικό κίνημα

H“DieWirtschaftswoche”, το απόλυτο φερέφωνο του Γερμανικού κεφαλαίου, αντιμετώπισε το αναγνωστικό κοινό της με ένα εντυπωσιακό εξώφυλλο μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ: Στην κυματίζουσα κόκκινη σημαία υπήρχαν τρία πρόσωπα: «ο ηγέτης των Ποδέμος» στην Ισπανία, Πάμπλο Ιγγλέσιας ήταν στα αριστερά, ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας ήταν στο κέντρο και ο νέος υπουργός οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης ήταν στα δεξιά. Ο τίτλος ήταν «η Χορωδία της Διεθνούς» και ο υπότιτλος έγραφε: «Οι νέοι αριστεροί λαϊκιστές της Ευρώπης είναι φτωχοί, σέξικαι επικίνδυνοι για την ευημερία μας!»

Κάθε Μαρξιστής-Λενινιστής που είδε το εξώφυλλο θα γέλασε στην αρχή, καθώς η συσχέτιση του ΣΥΡΙΖΑ και των Ποδέμος με τον κομμουνισμό και το επαναστατικό εργατικό κίνημα είναι για γέλια. Το φερέφωνο του Γερμανικού κεφαλαίου ήξερε πλήρως ότι αυτοί οι έφηβοι «σοσιαλιστές» δεν είχαν τίποτα να κάνουν με τον επαναστατικό σοσιαλισμό. Φαίνεται ότι το περιοδικό του κεφαλαίου δε μπόρεσε να αντισταθεί – δοθείσης της ευκαιρίας – να γελοιοποιήσει τον κομμουνισμό μέσω αυτών των «νέων αριστερών λαϊκιστών». Την ίδια στιγμή, αισθάνθηκε την ανάγκη να προειδοποιήσει πως «οτιδήποτε μπορεί να τους ωθήσει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μπορεί να απειλήσει την ευημερία μας!»

Θα επιστρέψουμε στην αιτία αυτής της προειδοποίησης αλλά πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι: Τι διαφορά έχει ο σύγχρονος ρεφορμισμός από τον κλασικό ρεφορμισμό που προηγήθηκε; Η ομοιότητα είναι καθαρή: Η άρνηση της εργατικής επανάστασης και εξουσίας, ο κοινωνικός μετασχηματισμός του καπιταλισμού μέσω της κοινής γνώμης και των κοινοβουλευτικών θεσμών, παρά μέσω της πάλης των τάξεων, «εξανθρωπίζοντάς» τον, η αντικατάσταση του «άγριου καπιταλισμού» με τον «κοινωνικό και οικολογικό καπιταλισμό», η επίτευξη πρόσθετων κοινωνικών βελτιώσεων μέσω «μεταρρυθμίσεων» βασισμένων σε προϋποθέσεις κεφαλαιοκρατικών σχέσεων, κλπ. Εν συντομία, από μία ιδεολογική σκοπιά, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ του παλαιού και του σύγχρονου ρεφορμισμού.

Η πιο σημαντική διαφορά ανάμεσα στον σύγχρονο και τον κλασικό ρεφορμισμό είναι η σχέση του με την εργατική τάξη – ή η έλλειψή της. Ο σύγχρονος σοσιαλρεφορμισμός είναι σοσιαλρεφορμισμός μέσα στις συνθήκες της ιστορικής ήττας της εργατικής τάξης, οι συνέπειες της οποίας είναι ακόμα αισθητές. Ο προηγούμενος (ΣΣ: ο κλασικός), κρατήθηκε και βρήκε το πολιτικό του νόημα διατηρώντας ένα δυναμικό και επαναστατικό εργατικό κίνημα εντός των καπιταλιστικών πλαισίων, για να περιορίσει το εργατικό κίνημα και για να το στρέψει μακριά από την επαναστατική δράση. Όταν ένα σοβαρό επαναστατικό εργατικό κίνημα αναπτύσσεται σε μία χώρα, χωρίς αμφιβολία ο σύγχρονος σοσιαλρεφορμισμός θα αναπτύξει το ρόλο του σε αυτή την κατεύθυνση επίσης.

Όμως σήμερα, δεν υπάρχει σοβαρό επαναστατικό κίνημα που θα αγκαλιάσει τις μάζες της τάξης του και εντούτοις, ο σύγχρονος σοσιαλρεφορμισμός έχει ανέλθει και δυναμώσει παρά αυτή την απουσία! Με άλλα λόγια, το να λες πως ο σοσιαλρεφορμισμός είναι σοσιαλρεφορμισμός – δηλαδή, να αντιμετωπίζεις το θέμα σε μια καθαρά ιδεολογική βάση – δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το πραγματικό πρόβλημα.

Αν ο σοσιαλρεφορμισμός βρήκε τη δυνατότητα να αναπτυχθεί μέσα σε συνθήκες όπου οι εργαζόμενοι – εκτός από το να αισθάνονται επαναστάτες – δε μπορούν να λειτουργήσουν ενωμένοι ως τάξη για να αποκρούσουν την αστική επιθετικότητα, τότε θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πραγματικό ζήτημα του σημερινού σοσιαλιστικού ρεφορμισμού δεν είναι τόσο ο ρεφορμισμός του αλλά η δημοτικότητά του. Με άλλα λόγια, οι ιδεολογικές αδυναμίες των σημερινών μαζικών κινημάτων που παρατηρούνται σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες και καθοδηγούνται από τη σοσιαλφιλελεύθερη ρεφορμιστική ιδεολογία δε θα πρέπει να μας εμποδίσουν από το να αναγνωρίσουμε την κοινωνική τους επιρροή.

Ως γνωστόν, έπειτα από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Ανατολικού μπλοκ, το διεθνές κεφάλαιο και ιδιαίτερα το Ευρωπαϊκό, έχουν επιδείξει μία πλατιά και ανελέητη επίθεση ενάντια στις εργαζόμενες μάζες. Σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, οι εργάτες ανακάλυψαν ότι ο καπιταλισμός που «νίκησε τον κομμουνισμό» δεν έφερε την ευημερία και την ασφάλεια όπως επαγγελλόταν. Πράγματι, έχασαν πολλά κοινωνικά, οικονομικά και δημοκρατικά οφέλη της προηγούμενης περιόδου. Η μεγάλη οικονομική κρίση βάθυνε αυτή την επιθετικότητα, οι εργαζόμενοι υποχρεώθηκαν να πληρώσουν το λογαριασμό. Όποια εξήγηση κι αν δίνει η αστική και σοσιαλφιλελεύθερη ιδεολογία, η κατάσταση είναι ότι πλατιές μάζες εργαζομένων, εργατών και νεολαίας, διαδηλώνουν ενάντια στην επίθεση αυτή, ολοένα και περισσότερο αντιδρώντας ενάντια στις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στη διαμορφωμένη κατάσταση με διάφορους τρόπους.

Οι μάζες που υποφέρουν, αντιτίθενται όλο και περισσότερο στις επιθέσεις που εξαπολύει το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, αλλά τι ζητάνε; Βάζουν μπροστά κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές απαιτήσεις όπως ο τερματισμός της επίθεσης, των πολιτικών λιτότητας, της επαναφοράς των κοινωνικών δικαιωμάτων, της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, με ικανοποιητικές αμοιβές, ιδιαίτερα για τη νεολαία, υψηλότερη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, καλύτερους μισθούς, τερματισμό των ιδιωτικοποιήσεων, περιορισμό ή και εξάλειψη των υπεργολαβιών, κατάργηση των αντεργατικών αλλαγών στη νομοθεσία, ίσες αμοιβές, επένδυση στην υγεία και την εκπαίδευση, απόσυρση των περιορισμών στο δικαίωμα της απεργίας, των διαδηλώσεων, των πορειών κλπ.

Όπως οι εκλογές δείχνουν το επίπεδο ωριμότητας των εργαζομένων, οι απαιτήσεις τους δείχνουν το πολιτικό τους επίπεδο.Φυσικά όχι με μία αφηρημένη έννοια. Μέσα στη σχέση τους σε μία δοσμένη περίοδο, με τις περιστάσεις και την κατάσταση. Από αυτή την άποψη, είναι ξεκάθαρο ότι οι απαιτήσεις είναι σε γενικές γραμμές αμυντικές και εστιάζουν στην ανάκτηση των απωλειών. Αυτός ο χαρακτήρας των απαιτήσεων δείχνει επίσης μία επικάλυψη ανάμεσα στα εργατικά κινήματα και το σοσιαλιστικό ρεφορμισμό.

Παρ’ όλα αυτά, η κοινωνική ραχοκοκαλιά του σύγχρονου κινήματος του σοσιαλρεφορμισμού είναι η εργατική αριστοκρατία, η μικρή και (σε μικρό αριθμό) μεσαία αστική τάξη και οι διανοούμενοι. Η καπιταλιστική κρίση και η αυξημένη καπιταλιστική επιθετικότητα (νεοφιλελευθερισμός) προκάλεσαν απογοήτευση εντός του καπιταλισμού και λαχταρούν για ένα «νέο» «κοινωνικό καπιταλισμό» («κοινωνική οικονομία της αγοράς») που είναι βασικά παλιά («κοινωνικό κράτος»!). Ως εκ τούτου, ενώ η αστική τάξη δηλώνει ότι ο σοσιαλισμός είναι μία ιστορική παρέκκλιση, οι σύγχρονοι σοσιαλρεφορμιστές δηλώνουν ότι ο καπιταλισμός έχει παρεκκλίνει από την ουσία του!

Από αυτή την άποψη, ο σύγχρονος σοσιαλρεφορμισμός αντιπροσωπεύει μία μορφή ρομαντισμού (από την «επιστροφή στις αρχές» της Γαλλικής αστικής επανάστασης στην επανίδρυση του «κοινωνικού κράτους»!). Ο κλασικός σοσιαλρεφορμισμός από την άλλη δεν ήταν ρομαντικός, και παρά το γεγονός ότι περιορίστηκε ο ορίζοντάς του από τα ίδια τα όρια μετασχηματισμού του καπιταλισμού μέσα από κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, κοίταζε προς τα μπρος.

Από την άλλη πλευρά, λόγω της ιστορικής ήττας, η εμπιστοσύνη των εργαζομένων στο σοσιαλισμό έχει κλονιστεί και ιδεολογικά έχουν κυρίως επηρεαστεί από τα σοσιαλφιλελεύθερα ρεύματα. Για να το πούμε έτσι, οι δύο τάξεις/κοινωνικές ομάδες, που βρέθηκαν στην ίδια πνευματική διάθεση, εξαιτίας της απογοήτευσης και της έλλειψης εμπιστοσύνης (προς το σοσιαλισμό η μία, προς τον καπιταλισμό η άλλη), συναντήθηκαν στην εφεύρεση του «κοινωνικού καπιταλισμού». Αυτή η επικάλυψη διαμορφώνει ευθέως την εργατική τάξη κάτω από συνθήκες όπου η πάλη για το σοσιαλισμό μοιάζει με ένα όνειρο. Ωθεί την εργατική τάξη προς ένα σύγχρονο σοσιαλιστικό ρεφορμισμό, η έκφραση του οποίου μπορεί να γίνει λίαν ριζοσπαστική με όρους της κρίσης και του επιπέδου του κοινωνικού σοκ που προκάλεσε. Δίνει τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να αγκαλιάσει μία πάλη κατά μήκος της γραμμής που διατύπωσε ο σοσιαλρεφορμισμός, για την εξασφάλιση πραγματικών και απτών βελτιώσεων στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες.

Θεωρούμε περιττό να αναφέρουμε ότι αν δε γίνει αντιληπτή στα ευρωπαϊκά εργατικά κινήματα η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που συνοψίστηκε πιο πάνω, κανένα επαναστατικό καθήκον δε μπορεί να εκτελεστεί σωστά και αποτελεσματικά. Όσο περισσότερο γίνεται κατανοητό αυτό σήμερα, τόσο καθαρότερη γίνεται η συνθετότητα και η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι κομμουνιστές στα καθήκοντά τους για την αντιπροσώπευση των εργατικών κινημάτων και η προνοητικότητα, η υπομονή και η ευελιξία που απαιτείται από αυτούς.

Ανατρέχοντας πίσω στην προειδοποίηση τηςWirtschaftswocheγια το «επικίνδυνο» δυνάμωμα του σύγχρονου σοσιαλρεφορμισμού, ο οποίος στην πραγματικότητα αποσκοπεί όχι να διώξει τον καπιταλισμό αλλά να επαναφέρει το πρότερο «κοινωνικό κράτος» ή την «κοινωνική ευημερία», αυτή η προειδοποίηση είναι μία έκφραση τηςπείρας του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Οι ιδεολογίες τους γνωρίζουν πολύ καλά το πλήθος των ιστορικών κινημάτων που ξεκίνησαν με ένα συγκεκριμένο κοινωνικό και πολιτικό στόχο και κατέληξαν με εντελώς διαφορετικούς σκοπούς και αποτελέσματα. Για αυτό το λόγο δε θέλουν να παίξουν με τη φωτιά!

Η ζημιά που προξένησε ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός

Ως μαρξιστές-λενινιστές, γνωρίζουμε ότι οι αξιόλογες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις επιτυγχάνονται από την επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και των μαζών. Εκτός αυτού, οι ιστορικές μεταρρυθμίσεις πάντα αποτελούσαν ένα υποπροϊόν της επαναστατικής πάλης (δηλαδή μέτρα και μεταρρυθμίσεις σε μία προσπάθεια να αποδυναμωθεί η επαναστατική πάλη και να ανακοπεί). «Χωρίς τους Σοσιαλδημοκράτες δε θα μπορούσε να γίνει καμία κοινωνική μεταρρύθμιση» (Μπίσμαρκ). Αντίστοιχα, χωρίς την Οκτωβριανή Επανάσταση και τη Σοβιετική Ένωση δε θα υπήρχε «κράτος πρόνοιας». Η ιστορία των Ευρωπαίων εργαζομένων είναι γεμάτη από παρόμοια παραδείγματα που υποστηρίζουν αυτή την άποψη, ως εκ τούτου, αυτή η πλευρά του προβλήματος είναι ξεκάθαρη.

Μία άλλη αλήθεια που είναι επίσης ξεκάθαρη είναι ότι η σημερινή εργατική τάξη είναι ξεκομμένη από την ιστορία και την συσσωρευμένη πείρα της. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία αντιφατική και ειδική κατάσταση: Υπάρχει μία σοβαρή αναντιστοιχία ανάμεσα στην ιστορική εμπειρία της εργατικής τάξης ως πολιτική τάξη και τα θεωρητικά όρια της καθημερινής πάλης. Για να δούμε τις πραγματικές αιτίες αυτής της αντιφατικής κατάστασης πρέπει να ψάξουμε στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό που υπερίσχυσε στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ και την ιστορική ήττα που παρέδωσε.

Οπότε, για να μη χάσουμε την επαφή μας, θα κάνουμε την εξής παραδοχή: Ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός μετέτρεψε την επαναστατική θεωρία της εργατικής τάξης σε ένα ρηχό και τυπικό κατασκεύασμα, άμβλυνε την «επαναστατική διαλεκτική» της όπως ειδώθηκε από το Λένιν ως «καθοριστικός παράγοντας στο Μαρξισμό» και ως εκ τούτου, αφαίρεσε το Μαρξισμό-Λενινισμό από οδηγό στην δράση της. Κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του σύγχρονου ρεβιζιονισμού, ειδικά στην Δυτική Ευρώπη, τα εργατικά κινήματα δεν έφτασαν ποτέ το επίπεδο ενός σοβαρού επαναστατικού κινήματος. Υπήρξαν πολυάριθμοι εργατικοί αγώνες στην Ευρώπη μεταξύ των τελών της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της δεκαετίας του ’80. Όμως κανένας από αυτούς τους αγώνες δεν καθοδηγήθηκε είτε από το σύγχρονο ρεβιζιονισμό στη Σοβιετική Ένωση (και επομένως από τα δορυφορικά ρεβιζιονιστικά κόμματα της Δ. Ευρώπης) είτε από τον ευρωκομμουνισμό–με σκοπό την ανάπτυξη και την οργάνωση της εργατικής τάξης με μία προοπτική και πρακτική που να κάνει εφικτή την άνοδο της εργατικής τάξης στην εξουσία. Όσο περισσότερο αποδυναμωνόταν ο επαναστατικός χαρακτήρας της εργατικής τάξης, τόσο περισσότερο οι εργαζόμενοι υπέκυπταν στην φιλελεύθερη αστική τάξη μέσω του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Ανατολικού Μπλοκ ήταν το κερασάκι στην τούρτα ή μάλλον μία κατάσταση που διαμορφωνόταν έγινε πολιτικά πιο καθαρή και η περίοδος της διάβρωσης του επαναστατικού χαρακτήρα της εργατικής τάξης είχε επιτευχθεί…

Λοιπόν, που βρίσκεται το ΚΚΕ σε αυτή την εικόνα; Παρά τη θετική στάση σχετικά με τα βασικά ιδεολογικοπολιτικά ζητήματα όπως η κριτική στο 20ο Συνέδριο και το ρεβιζιονισμό του Χρουστσόφ, δεν έχει ξεπεράσει τη διάλυση του επαναστατικού πυρήνα του Μαρξισμού-Λενινισμού και κυρίως τη ζημιά στη υλοποίηση του ρόλου και των καθηκόντων των κομμουνιστικών κομμάτων απέναντι στην εργατική τάξη. Ως εκ τούτου, τα πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά σοκ που έφερε στην Ελλάδα η παγκόσμια οικονομική κρίση και η κοινωνική διάβρωση, έφεραν στην επιφάνεια πολύ γρήγορα τις αδυναμίες του ΚΚΕ. Οι αδυναμίες και τα λάθη του ΚΚΕ στα προαναφερθέντα ζητήματα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποτυχία εκπλήρωσης του σύνθετου και δύσκολου ρόλου του ως κομμουνιστικού κόμματος στις συνθήκες της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Η φιλική κριτική αυτών των αδυναμιών και σφαλμάτων είναι ουσιώδης προς όφελος του Ελληνικού και των Ευρωπαϊκών κινημάτων.

Λέμε «φιλική» επειδή πρέπει να είναι γνωστό ότι η κριτική που ασκείται από εδώ δεν έχει σχέση με την κριτική του «δεξιού οπορτουνισμού» που δέχεται το ΚΚΕ. Πράγματι, το ΚΚΕ ενεπλάκη για ένα διάστημα σε συζητήσεις με ομάδες διεθνούς ενδιαφέροντος στις οποίες είναι το ίδιο μέλος. Σύμφωνα με το ΚΚΕ, υπάρχει «μία κρίση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα»: «Το δυνάμωμα του οπορτουνισμού είναι απόδειξη της ιδεολογικοπολιτικής και οργανωτικής κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος». Τα ζητήματα που «οδηγούν σε διασπάσεις» μέσα στο κίνημα απλώνονται από το χαρακτήρα και τα στάδια της επανάστασης στη λογική του κοινοβουλευτισμού, από τις προσεγγίσεις της καπιταλιστικής κρίσης στον προλεταριακό διεθνισμό. Για παράδειγμα, αυτό το κίνημα απέτυχε να εκδώσει μία κοινή ανακοίνωση μετά την ετήσια γενική συνδιάσκεψη τα περασμένα δύο χρόνια.

Αυτή τη στιγμή, το ΚΚΕ μοιράζεται με την κοινή γνώμη την άποψή του σε συζητήσεις μέσα στο κίνημα με μία δήλωση που τιτλοφορείται «Πάνω σε μερικά από τα προβλήματα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος». Αυτό και πολλές άλλες δηλώσεις περιλαμβάνουν σωστές θέσεις σχετικά με ανοικτά δεξιές θέσεις (Μετατρέποντας την ΕΕ προς όφελος του λαού, οι ψευδαισθήσεις που κυκλοφορούν σχετικά με την Κίνα και τη Ρωσία με τους όρους των χωρών μελών των BRICS”, ο «σοσιαλιστικός» προσδιορισμός των λατινοαμερικάνικων «προοδευτικών κυβερνήσεων», η επαλήθευση του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα» και ο «σοσιαλισμός της αγοράς» στην Κίνα, το Βιετνάμ κλπ). (Θα πρέπει επίσης να αναφέρουμε ότι κάποιες από τις αξιολογήσεις του ΚΚΕ επικαλύπτονται με ιδέες που διατυπώθηκαν από τη Διάσκεψη των Διεθνών Μαρξιστικών-Λενινιστικών Κομμάτων και Οργανώσεων – CIPOML–η οποία γεννήθηκε από την πάλη ενάντια στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό, ανασυντάχθηκε με τη Δήλωση του Quitoσε μία στιγμή που η αντεπανάσταση ήταν αχαλίνωτη). Παρά τη θετική αυτή στάση, όπως θα δείξουμε παρακάτω, οι θέσεις του κόμματος με όρους ευθύνης απέναντι στην εργατική τάξη, τα καθήκοντά του και οι απαραίτητες τακτικές και συμμαχίες εξακολουθούν να περιέχουν δογματικές και σεχταριστικές τάσεις.

Η γραμμή της “Συμμαχίας και πάλης” του ΚΚΕ

Στην προαναφερθείσα δήλωση, το ΚΚΕ εφιστά την προσοχή στη γραμμή της «συμμαχίας και πάλης» που αναπτύσσεται στη χώρα του. Αναφέρεται ότι «ο στόχος» αυτής της γραμμής είναι η «ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος και η ενδυνάμωση της ενότητας της εργατικής τάξης μέσα από τον ταξικό προσανατολισμό». Παραπέρα, επισημαίνονται οι προσπάθειες του κόμματος να χτίσει μία «λαϊκή συμμαχία, της εργατικής τάξης και των φτωχών αγροτών, των αυτοαπασχολούμενων, των γυναικών και της νεολαίας των οικογενειών που ανήκουν σε διαφορετικά λαϊκά στρώματα». «Στις παρούσες συνθήκες αυτή η συμμαχία εκφράζεται μέσα από την ενότητα των αγώνων και τις συντονισμένες ενέργειες του ΠΑΜΕ στην εργατική τάξη, της ΠΑΣΥ στους αγρότες, της ΠΑΣΕΒΕ στους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, στο ΜΑΣ στους φοιτητές και στην ΟΓΕ στις γυναίκες.

Μπορεί να φανταστεί κανείς ότι στην Ελλάδα έχει δημιουργηθεί μία πραγματική λαϊκή συμμαχία. Ωστόσο μία τέτοια κατάσταση δεν υφίσταται. Έχει διατυπωθεί ότι η «κοινωνική λαϊκή συμμαχία έχει αντικαπιταλιστική, αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση». Και λοιπόν; Η πραγματικότητα είναι αυτή: το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΥ, η ΠΑΣΕΒΕ, το ΜΑΣ και η ΟΓΕ είναι «μάχιμα σωματεία» που δημιουργήθηκαν από, και ακολουθούν τη γραμμή του ΚΚΕ! Οι δυνάμεις αυτές μπορεί να εκφράζουν τους εκατοντάδες χιλιάδες λαού, όμως αποτελούν μονάχα μία μερίδα των εκατομμυρίων εργαζομένων. Γι αυτό οι δυνάμεις αυτές δεν είναι μόνο αγωνιστικές αλλά και πρωτοπόρες. Και ως τέτοιες είναι φυσικά «αντικαπιταλιστικά και αντιμονοπωλιακά» σωματεία. Σύμφωνα με το ΚΚΕ, εκτελούν «πρωτοπόρες μαζικές δράσεις»! Εν συντομία, δεν υπάρχει κάποια «κοινωνική λαϊκή συμμαχία» στην πραγματικότητα, αντίθετα, υπάρχει μία οργανωτική ενότητα ανάμεσα σε συνδικάτα, νεολαιίστικες, γυναικείες και αγροτικές οργανώσεις του ΚΚΕ και όσων ακολουθούν τη γραμμή του.

Από την άλλη, αυτές οι «μάχιμες ενώσεις», σε ενότητα με το ΚΚΕ, μαζί με την ίδια τους την «αντικαπιταλιστική και αντιμονοπωλιακή» γραμμή, προετοιμάζονται για επανάσταση. Η «λαϊκή συμμαχία», «θα δυναμώσει με κάθε αγώνα για κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο λαός, ενάντια στις νέες συνθήκες και θα προετοιμαστεί ώστε να παίξει ένα ηγετικό ρόλο στις συνθήκες της επανάστασης». «Οι επαναστατικές συνθήκες έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα και κάθε κόμμα πρέπει να προετοιμάζεται γι αυτές». «Το ΚΚΕ, το ταξικά συνειδητοποιημένο κίνημα και η λαϊκή συμμαχία παίζουν ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στους αγώνες στην Ελλάδα, κινητοποιούν μάζες εκατοντάδων χιλιάδων ενάντια στο κεφάλαιο, τα κόμματα και την κυβέρνηση και την ιμπεριαλιστική ΕΕ».

Η αντίληψη του ΚΚΕ για τους αγώνες πρέπει να δέχτηκε κριτική από τα άλλα μέλη της ομάδας του, όπως αναφέρεται στο ακόλουθο απόσπασμα που περιλαμβάνεται στη διακύρηξη: «Δηλώσεις που αντιμετωπίζουν το επαναστατικό κίνημα αρνητικά και το αποκαλούν «σεχταριστικό» προκαλούν ζημιά στο κομμουνιστικό κίνημα. Αυτές οι δηλώσεις προσπαθούν να καταστήσουν άνευ σημασίας τις δράσεις της λαϊκής πρωτοπορίας – που συνεχίζουν την πάλη μέσω συγκεκριμένων στόχων για κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο λαός – ενάντια στα μονοπώλια και τον καπιταλισμό από το ΚΚΕ, το ΠΑΜΕ και άλλες οργανώσεις».

Δε μπορούμε να προσδιορίσουμε από αυτές τις «δηλώσεις» σε ποια βάση ή/και επιχειρήματα βασίζεται η κριτική περί «σεχταρισμού». Αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι η κατανόηση της ταξικής πάλης από το ΚΚΕ έχει σεχταριστικές ιδιότητες. «Η συνέχιση της πάλης μέσα από συγκεκριμένους στόχους για κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο λαός» στις «δράσεις της λαϊκής πρωτοπορίας» δεν αφαιρεί το σεχταρισμό (γνωστές σεχταριστικές τάσεις επίσης προβάλλουν την πάλη για συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός). Εξάλλου, το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι το για ποια προβλήματα συνεχίζονται οι «δράσεις της λαϊκής πρωτοπορίας», το πρόβλημα είναι η ίδια η προσέγγιση. Είναι γνωστό ότι το ΚΚΕ έχει δημιουργήσει μία ξεχωριστή πρωτοπόρα ομάδα μέσα στο λαϊκό κίνημα μεσω της οποίας, λίγο πολύ, πορεύεται χωριστά σε όλες τις δράσεις, πορείες, κινητοποιήσεις.

Ας συνεχίσουμε. Πώς μπορεί το ΚΚΕ, ένα κόμμα που έχει ακόμα μία σοβαρή θέση στο Ελληνικό εργατικό κίνημα, να υπερασπιστεί τη δημιουργία μίας πρωτοπόρας ομάδας στο εργατικό κίνημα στο όνομα του Μαρξισμού-Λενινισμού; Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε δύο επιχειρήματα:

«Ο χαρακτήρας της επανάστασης είναι σοσιαλιστικός» στην Ελλάδα. Εκείνα τα κόμματα, κινήματα, σωματεία, μαζικοί φορείς που δεν ακολουθούν το ΚΚΕ ή τη γραμμή του είναι ρεφορμιστικά ή/και αστικά και ανήκουν στο σύστημα (τουλάχιστον εκείνα που έχουν μία σημαντική ισχύ στο εργατικό κίνημα). Εξαιτίας του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της επανάστασης η μορφή της συμμαχίας πρέπει να είναι «αντικαπιταλιστική και αντιμονοπωλιακή». Συνεπώς, οι συμμαχίες δεν πρέπει να είναι με άλλους, αντιθέτως, η «κοινωνική λαϊκή συμμαχία» θα χτιστεί μέσα από τους νικηφόρους εργάτες στις «πρωτοπόρες λαϊκές δράσεις» των «μαχητικών σωματείων» υπό τον έλεγχο του ΚΚΕ.
Η μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό δεν έχει «μεταβατικό στάδιο»: «Το πρόβλημα είναι σημαντικό. Η λογική των σταδίων, αντικειμενικά και ανεξάρτητα από προθέσεις, προτείνει λύσεις που ωφελούν το λαό εντός του καπιταλιστικού εδάφους. Αυτή η θεωρία υλοποιείται μέσω «μεταβατικών σταδίων» συνεισφέροντας στην ωρίμανση των υποκειμενικών παραγόντων και παίζοντας ρόλο γέφυρας προς το σοσιαλισμό. …Αυτή η προσέγγιση δεν επαληθεύτηκε πουθενά και έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα της Μεγάλης Σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Ακόμα χειρότερο είναι το γεγονός ότι η λογική των σταδίων οδηγεί σε λύσεις που διατηρούν το σύστημα, όπως οι «αριστερές προοδευτικές ή πατριωτικές κυβερνήσεις» που (αντικειμενικά) διατηρούν τα οφέλη των μονοπωλίων που συνεχίζουν να κατέχουν τα μέσα παραγωγής και διατηρούν την πολιτική εξουσία.» Σύμφωνα με το ΚΚΕ, «αυτή η προοπτική» ενθαρρύνει «αυταπάτες», «δε συνεισφέρει στην προετοιμασία του εργατικού κινήματος για σκληρούς αγώνες» και αντίθετα, «υποχρεώνει το εργατικό κίνημα να ενεργήσει καθυστερημένα, το εκθέτει στην αστική ιδεολογία και τις πολιτικές της και το σέρνει σε κοινοβουλευτικά όνειρα.
Είναι απόδειξη ότι το ΚΚΕ έκλεισε τα μάτια του στην πραγματικότητα του «υποκειμενικού παράγοντα»! Αυτό μπορεί να φανεί στη δήλωση ότι «δε θα βάλουμε την τάξη κάτω από ξένες σημαίες!» και όχι μόνο στις γραμμές που παραθέσαμε αλλά και σε πολλές άλλες ανακοινώσεις του.

Η συμβουλή του Λένιν για την αντιμετώπιση τέτοιων τάσεων είναι να «θέτουμε την πιο δημόσια και καθαρή αξιολόγηση των πραγματικών δυνάμεων της τάξης, χρησιμοποιώντας συγκεκριμένες αλήθειες!» Πρέπει να το πράξουμε αυτό επειδή στις συνθήκες που είμαστε, όπου οι συνέπειες της ιστορικής ήττας της εργατικής τάξης είναι ακόμα σημαντικά αισθητές, όπου η πίστη της εργατικής τάξης στο σοσιαλισμό έχει κλονιστεί και επιπροσθέτως όταν η αστική τάξη και η σοσιαλφιλελεύθερη προοπτική κυριαρχεί στους εργαζόμενους, το ΚΚΕ είναι ενάντια σε αυτή την «προοπτική» με τις δικαιολογίες της «έκθεσης στην αστική ιδεολογία και πολιτική» και επειδή «σέρνει το εργατικό κίνημα σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες». Ποιόν έχει στο μυαλό το ΚΚΕ όταν μιλάει γι αυτές τις αυταπάτες; Δε μπορεί να είναι οι εργαζόμενοι αφού είναι ήδη παγιδευμένοι σε αυτές τις «αυταπάτες». Αν το ΚΚΕ επέλεξε να εστιάσει την προσοχή του στην πραγματικότητα του εργατικού κινήματος, θα είχε συνειδητοποιήσει ότι το πρόβλημα είναι αντίστροφο. Πώς μπορούμε να κατευθύνουμε τους εργαζόμενους που έχουν παγιδευτεί σε αυτές τις αυταπάτες σε ένα δρόμο όπου μπορούν να αναπτύξουν το δικό τους ανεξάρτητο κίνημα;

Θα επιστρέψουμε σε αυτή την ερώτηση αναζητώντας την πιο θεμελιώδη διάσταση των σύνθετων και δύσκολων καθηκόντων. Θα θέσουμε δύο ζητήματα σχετικά με τα μεταβατικά στάδια.

Τα «μεταβατικά στάδια» σημαίνουν αυτό που επέβαλε ο χρουστσοφικός ρεβιζιονισμός για στα κομμουνιστικά κόμματα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, «μίαειρηνικήμετάβασηστοσοσιαλισμό» μέσωτης «αντιμονοπωλιακήςδημοκρατίας»; Είναικαθαρόότιένα πρόγραμμα που κάνει πέρα εξ αρχής τη σοσιαλιστική επανάσταση, που απολυτοποιεί μία θεωρητικά πιθανή και ιστορικά μοναδική προσωρινή κατάσταση για την αντικατάσταση της επανάστασης και που οργανώνει ή σχηματίζει τον εαυτό της όχι για την σοσιαλιστική επανάσταση, δε μπορεί να στηριχθεί στο όνομα του Μαρξισμού-Λενινισμού. Συνεπώς, μία «αντιμονοπωλιακή δημοκρατία» είναι εσφαλμένη. Σε αυτή την προσέγγιση, το βασικό ζήτημα δεν είναι μία μοναδική δυνατότητα, αντίθετα είναι μία απόκλιση, της εργατικής τάξης από το καθήκον να οργανώσει και να κινητοποιήσει την τάξη ως αυτή την τάξη που θα πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Επομένως, αν το ΚΚΕ είναι ενάντια σε ένα μεταβατικό στάδιο που δεν είναι ένα «μεταβατικό στάδιο», τότε είναι σίγουρα σωστό.
Ωστόσο, αυτό δεν αλλάζει τη σεχταριστική του στάση. Δεν υπάρχει καν η ανάγκη να αγνοήσουμε τη σημερινή πραγματικότητα και «δε θα υπάρξει στο μέλλον» για να εξηγήσουμε αυτή την άρνηση. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να αρνείται κανείς όλα τα «μεταβατικά στάδια» λέγοντας πως «ούτε η αστική ούτε η εργατική εξουσία έχουν μεταβατικά στάδια».
Ο Λένιν πατώντας πάνω στην εμπειρία της Οκτωβριανής Επανάστασης λέει: «Η Ιστορία γενικά και η ιστορία των επαναστάσεων είναι πάντα πλουσιότερη, πιο ποικιλόμορφη, πιο ζωντανή και πιο «ικανή» σε περιεχόμενο από ό,τι μπορούν να σκεφτούν οι πλέον προχωρημένοι ηγέτες της εργατικής τάξης και τα κόμματά της». Τα μεταβατικά στάδια και οι διαδικασίες συναλλαγής δημιουργούνται «από ιστορικές εξελίξεις». Και όπως είπε ο Ένγκελς «οι Γερμανοί κομμουνιστές είναι τέτοιοι επειδή μπορούν να δουν καθαρά, πέρα από όλα τα μεταβατικά στάδια και τις διαδικασίες που δημιουργήθηκαν από τους ίδιους και από την ιστορική εξέλιξη, ένα κοινωνικό σύστημα το οποίο δεν επιτρέπει την ατομική ιδιοκτησία της γης και των μέσων παραγωγής».

Ωστόσο, αφήνοντας κατά μέρος το γεγονός ότι η ιστορία δεν λαμβάνει υπόψη τις ριζοσπαστικές ρητορικές, αυτό που είναι πιο σημαντικό τώρα είναι ότι αυτή η προσέγγιση δημιουργεί ένα μεγάλο μειονέκτημα με σημερινούς όρους καθηκόντων της ταξικής πάλης. Είναι ένα μειονέκτημα επειδή η προσέγγιση της «μίας λύσης» στενεύει τους ορίζοντες των κομμουνιστών, μειώνει τη δουλειά τους μονοδιάστατα και τους καθιστά ανίκανους να δουν τον πλούτο των επιλογών της ταξικής πάλης, ώστε να τους μετατρέψουν σε θεμέλιο του εργατικού κινήματος.Ενώ τα προβλήματα που προκαλούνται από τους σύγχρονους ρεβιζιονιστές που καθιστούν το Μαρξισμό-Λενινισμό σε μία θεωρία δεν έχουν ξεπεραστεί, το ΚΚΕ – με σεχταριστικές τάσεις ενάντια στον ανερχόμενο σοσιαλφιλελευθερισμό και το δεξιό οπορτουνισμό – δεν είναι μόνο ένα κόμμα δίχως μίνιμουμ πρόγραμμα, αλλά , εξαιτίας της στρατηγικής και της τακτικής του που χάνουν τη διακριτότητά τους η μία από την άλλη, είναι σε μία θέση όπου η στρατηγική δε χρειάζεται τακτική και η τακτική δε διαφέρει από τη στρατηγική.

Για να το τεκμηριώσει, ο Ελισσαίος Βαγενάς, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνος για τις διεθνείς σχέσεις, λέει σε μία συνέντευξή του στην εφημερίδα Evrenselλίγο πριν τις εκλογές του 2012: «το ΚΚΕ σήμερα δεν παλεύει για ένα «μεταβατικό στάδιο» και δεν έχει «μίνιμουμ πρόγραμμα». Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι έχει στρατηγική αλλά όχι τακτική. Η τακτική του ΚΚΕ περιλαμβάνει την ενότητα των εργαζομένων στη λογική των αναγκών του αγώνα, της υπεράσπισης των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και της ικανοποίησης των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Έχουμε συνολική πολιτική που προσδιορίζει τη θέση μας και τους στόχους για τον αγώνα για κάθε λαϊκή ανάγκη. Εξάλλου, πιστεύουμε ότι όλες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης στο έδαφος του καπιταλισμού χωρίς την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας είναι προσωρινές».

Δεν υπάρχει ανάγκη να αναφέρουμε ξανά τη συγκεκριμένη κατάσταση που βρίσκονται οι εργάτες, όμως ποια είναι η λογική πίσω από τη φράση «όλες οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης στο έδαφος του καπιταλισμού είναι προσωρινές» τη στιγμή που το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό; Έχει αυτή η δήλωση κάποιο νόημα όταν όλες οι κατακτήσεις έχουν χαθεί; Δεν αληθεύει επίσης, ότι αυτές τα οφέλη είναι εντελώς προσωρινές. Οι κατακτήσεις της σημερινής εργατικής τάξης θα μπορούσαν να γίνουν οι βάσεις μίας επαναστατικής εργατικής τάξης του μέλλοντος. Γι’ αυτόδενπαλεύουμε; Ο Λένιν μιλάει για τις μεταρρυθμίσεις που παραχωρούνται με μισή καρδιά και με τρόπο διπρόσωπο στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος και το μετασχηματισμό τους σε «βάσεις» του εργατικού κινήματος που κινείται προς την ολοκλήρωση της απελευθέρωσης του προλεταριάτου. Διαφορετικές κατακτήσεις κι επιτυχίες, μετατρεπόμενα σε βάσεις – πάνω σε τι θα βασιστεί η λαϊκή-εργατική εξουσία αν όχι πάνω σε αυτές τις κατακτήσεις – αν είναι να υψωθεί από τα απομεινάρια του καπιταλισμού και όχι από το όνειρο του σοσιαλισμού ή του εξειδικευμένου ανθρώπινου προϊόντος; Εκεί που πρέπει να εστιάσουμε σήμερα δεν είναι η προσωρινότητά τους αλλά τρόποι επίτευξής τους, να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν την εργατική τάξη να βρει την αυτοπεποίθησή της, να τα μετατρέψουμε στις βάσεις της πλήρους ελευθερίας του εργατικού κινήματος. Όταν αυτό επιτευχθεί, οι ορίζοντες του κινήματος θα απελευθερωθούν από τμηματικές επιτυχίες και ο νόμος του εργάτη θα αποκτήσει πρακτικό νόημα ως ο μόνος τρόπος να λυθούν οι συγκεκριμένες αντιφάσεις του σήμερα, αντίθετα με τη θεωρητική σκοπιά.

Ας δούμε τι θεωρεί το ΚΚΕ ως «τακτική του ΚΚΕ»: «η ανάγκη να ενωθούν οι εργάτες», «η υπεράσπιση των δικαιωμάτων» και «η εξυπηρέτηση των βασικών αναγκών τους»… Μπορεί κάτι από αυτά να θεωρηθεί ως συγκεκριμένη και προσδιορισμένη «τακτική»; Είναι καθαρό ότι αυτά δεν περιλαμβάνουν κάτι συγκεκριμένο σε σχέση με τη συγκεκριμένη κατάσταση πριν τις εκλογές του 2012. Σε μία στιγμή που η χώρα ήταν ενεργή και κοινωνικά και πολιτικά και όπου το κόμμα έπρεπε να αναπτύξει μία εξαιρετικά ευέλικτη, ακόμα και φαινομενικά αντιφατική στάση.

«Το πρόγραμμα προσδιορίζει τις βασικές σχέσεις της εργατικής τάξης με τις άλλες τάξεις και η τακτική προσδιορίζει συγκεκριμένες ή παροδικές σχέσεις.» (Λένιν). Είναι αλήθεια ότι οι σεχταριστικές τάσεις στην προσέγγιση της ταξικής πάλης από πλευράς του ΚΚΕ, εμποδίζουν την εργατική τάξη – που ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει – από το να αναπτύξει «συγκεκριμένες και προσωρινές» πολιτικές σχέσεις που θα βελτιώσουν τη δυνατότητα να αντιπαλέψει και να επηρεάσει άλλες τάξεις. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι δυνατότητες στη χώρα, που δημιουργήθηκαν από τις βαριές συνέπειες της κρίσης αλλά δεν έγινε κατορθωτό να χρησιμοποιηθούν προς όφελος του κινήματος εξαιτίας τέτοιων αδυναμιών και μειονεκτημάτων, χρησιμοποιήθηκαν από τις σοσιαλρεφορμιστικές και φασιστικές δυνάμεις.

Προσέγγιση στο εργατικό κίνημα

Τα τελευταία δύο χρόνια και ιδιαίτερα στις τελευταίες εκλογές, εξαιτίας και της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ και τις προτάσεις για συνεργασία, η πίεση στο ΚΚΕ ανέβηκε. Μη ικανό να ξεχωρίσει (όχι να χωρίσει) την ιδεολογία και την πολιτική, το ΚΚΕ αρνήθηκε την πρόταση της συνεργασίας και κερδίζοντας τις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση. Το ΚΚΕ δήλωσε ότι δε θα πάρει μέρος στην εξουσία και ότι δε θα δείξει ανοχή στο ΣΥΡΙΖΑ…

Θα ήταν ασφαλώς λάθος για το ΚΚΕ να γίνει κυβερνητικός εταίρος σε μία κυβέρνηση που ηγείται ο σοσιαλρεφορμιστικός ΣΥΡΙΖΑ. Το παράδειγμα του Ένγκελς, που εφιστά την προσοχή στους «Γάλλους σοσιαλδημοκράτες» για την κατάληψη θέσεων στην προοδευτική κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά το Φεβρουάριο του 1848, είναι γνωστό. Οι Γάλλοι σοσιαλδημοκράτες έσφαλαν καθώς «με τη δημιουργία μίας μειοψηφίας μέσα στην κυβέρνηση, εξαπάτησαν την επαναστατική δράση της εργατικής τάξης που δήλωναν ότι αντιπροσωπεύουν και ηθελημένα πήραν μέρος στην εξαπάτηση και την προδοσία της εργατικής τάξης από τη ρεπουμπλικανική πλειοψηφία».

Επιπροσθέτως, ήταν δυνατό να σχηματίσει το ΚΚΕ μία πλατφόρμα που θα συμπεριελάμβανε τα επείγοντα και πιεστικά προβλήματα των εργαζομένων και του λαού, να συμμετάσχει σε μία πλατιά συμμαχία με το ΣΥΡΙΖΑ και άλλες προοδευτικές δυνάμεις μέσα από αυτή την πλατφόρμα και να διατηρήσουν αυτές τις απαιτήσεις ως προϋπόθεση για τη συμμαχία του με το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό ήταν θεμελιώδες κάτω από το δεδομένο επίπεδο επαγρύπνησης και προσδοκιών του εργατικού κινήματος. Αυτή η τακτική κίνηση δε θα είχε ως προσδοκία να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ μία επαναστατική πολιτική φυσικά, το αντίθετο, θα βοηθούσε όμως τους εργαζόμενους να θεμελιώσουν τις απαιτήσεις τους από το ΣΥΡΙΖΑ σε στέρεες και πραγματικές βάσεις από την άποψη ότι δε θα συνέδεαν την επίτευξη των αιτημάτων τους από το ΣΥΡΙΖΑ και θα ανέπτυσσαν και προστάτευαν τις ίδιες τους τις πρωτοβουλίες προκειμένου να τα επιτύχουν. Το ΚΚΕ θα είχε αποδείξει ότι είναι ο πιο αξιόπιστος υπερασπιστής των λαϊκών απαιτήσεων και η ισχυρότερη δύναμη που μπορεί να εκπληρώσει τις άμεσες ανάγκες του λαού και ως αποτέλεσμα, να αποκτήσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει αυτή τη θέση για να σπάσει τις προκαταλήψεις μέσα στις εργατικές μάζες και στο λαό γενικότερα, ενάντια στο ίδιο και το σοσιαλισμό.

Στις παρούσες συνθήκες όπου η βασική αντίθεση του καπιταλισμού εκφράζεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και οι ταξικοί αγώνες – εξαιτίας επίσης και από την αδυναμία του προλεταριάτου να σχηματίσει το δικό του ανεξάρτητο κίνημα –εκτυλίσσονται σε πιο περίπλοκες συνθήκες, είναι απαραίτητο για το κόμμα της εργατικής τάξης να «βαδίσει ένα πιο περίπλοκο δρόμο με ελιγμούς» σε σύγκριση με το παρελθόν. «Το ζήτημα είναι να εφαρμοστεί αυτή η τακτική με τρόπο που να ανεβάζει τη συνειδητότητα, το επαναστατικό πνεύμα και την ικανότητα να παλέψει και να νικήσει το προλεταριάτο, παρά με τρόπο που να τη μειώνει».

Δυστυχώς το ΚΚΕ δε μπορεί να εστιάσει στους εργαζόμενους, το επίπεδο συνείδησής τους, τις προσδοκίες, την αντίληψη των γεγονότων και την αλλαγή στη διάθεσή τους τόσο όσο εστίασε στο σοσιαλρεφορμιστικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτά δεν είναι τα σημεία στα οποία θα πρέπει πάντα και ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη κατάσταση να εστιάζουμε; Η στροφή των εργαζομένων στο ΣΥΡΙΖΑ, δεν αναδεικνύει μόνο τις «αυταπάτες» τους αλλά επίσης και ένα μεγάλο τμήμα της απροθυμίας του κόσμου να αποδεχτεί τις πολιτικές λιτότητας, στις απαιτήσεις τους να αναλάβει το κεφάλαιο τις συνέπειες της κρίσης όπως οι εργαζόμενοι και στην αναζήτησή τους σε μία εναλλακτική πολιτική στα κυρίαρχα πολιτικά κόμματα που θα εξυπηρετεί τις ανάγκες και τις απαιτήσεις τους.

Δεν είναι ξεκάθαρο ότι «ο νόμος του εργάτη» δε μπορεί να γίνει εφικτός χωρίς μία σοβαρή αλλαγή στην οπτική των εργαζομένων και ότι αυτή η αλλαγή θα συμβεί όχι μόνο με την προπαγάνδα αλλά μέσω της «πολιτικής πείρας» των μαζών; Δεν είναι, το γεγονός ότι τα περισσότερα ζητήματα που είναι καθαρά και ορατά στους κομμουνιστές, δεν είναι το ίδιο ξεκάθαρα για τις μάζες, πόσο μάλλον σε αυτή την εποχή που οι συνέπειες της ιστορικής ήττας είναι ακόμα αισθητές; «Με όρους καθαρού κομμουνισμού, δηλαδή αφηρημένου κομμουνισμού που δεν είναι ώριμος για πολιτική και πρακτική δράση των μαζών» οι διαφορές στις απόψεις των αστών πολιτικών «μπορούν να μη ληφθούν σοβαρά υπόψη ή να αγνοηθούν». Αλλά δε μπορεί να τις παραβλέψουμε «με όρους της τεράστιας σημασίας που αυτές οι διαφορές έχουν σε σχέση με την πρακτική κίνηση των μαζών».

Δεν είναι το καθήκον των κομμουνιστών σήμερα «να παρακολουθούν προσεκτικά τις συνολικές συνθήκες όλης της ταξικής συνείδησης και προετοιμασίας, όχι μόνο στις πρωτοπόρες δυνάμεις αλλά και το σύνολο των εργαζομένων»; Είναι δυνατόν να ξέρεις πώς να «δρας σαν ένα κόμμα των μαζών» χωρίς να κατεβαίνεις στο «επίπεδο των μαζών», χωρίς βέβαια να γίνεσαι δουλοπρεπής και ουρά των μαζών, και χωρίς να παραιτείσαι από το καθήκον σου να τους λες τη σκληρή αλήθεια; Βεβαίως είναι, και δυνατό και υποχρεωτικό, εξαιτίας της ανάγκης να προστατεύσεις και να αναπτύξεις αυτή τη διαλεκτική σχέση που μπορεί να φαίνεται σαν «αντίφαση»! Όπως το έθεσε ο Λένιν, «το μόνο καθήκον των κομμουνιστών είναι να γνωρίζουν πώς να κάνουν αυτούς που δε γνωρίζουν να πιστέψουν και πώς να δουλέψουν ανάμεσά τους, όχι να καταλήξουν με «αριστερά» συνθήματα και ξέχωρα από αυτούς».

Εν συντομία, η προσέγγιση του ΚΚΕ στο εργατικό κίνημα δείχνει δύο αδυναμίες: α) αγνόηση του διαπαιδαγωγικού χαρακτήρα και β) κομματικό φετιχισμό.

α) Χωρίς αμφιβολία, τα πολιτικά καθήκοντα ενός κομμουνιστικού κόμματος δε μπορεί να περιορίζονται στην διαπαιδαγώγηση. Αν συμβεί αυτό, η πολιτική του κόμματος θα χάσει την πλατιά διείσδυσή της και θα γίνει επιφανειακή, επιπρόσθετα, θα χάσει τον προγνωστικό και καθοδηγητικό της χαρακτήρα. Αυτή η αλήθεια δεν καθιστά αχρείαστη την παρουσία της διαπαιδαγώγησης ως στοιχείο στην πολιτική δουλειά του κόμματος – ειδικά στοχεύοντας στους εργαζόμενους και το λαό. Η αγνόησή της θα σημαίνει την άρνηση της ανάγκης να διαπαιδαγωγηθεί το σύνολο της εργατικής τάξης, να εξηγηθεί η επαναστατική θεωρία στα πιο καθυστερημένα τμήματα του κινήματος και η ανάγκη να πεισθούν ότι η πολιτική του κόμματος είναι ορθή. Ότι η συνείδησή τους πρέπει να ανεβαίνει μέσα από το «προσεκτικό και υπομονετικό» χτίσιμο της εμπιστοσύνης και της αναγνώρισης των εμπειριών τους. Το να ξεχνάς αυτό τον παράγοντα θα μετατρέπει τον επιστημονικό σοσιαλισμό σε ένα «στεγνό δόγμα» και μηχανιστική αναπαραγωγή της θεωρίας.

Ο ΓΓ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας, σε μία ομιλία του για τον εορτασμό των 96 χρόνων από την ίδρυση του κόμματος, μόλις πριν τις εκλογές που έφεραν το ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, λέει: «Ανάγκη για το λαό είναι να απαλλαγεί από όλες τις αντιλαϊκές κυβερνήσεις και την πολιτική τους, να πάρει ο ίδιος την εξουσία. Η σημερινή κατάσταση – ελληνική και διεθνής – δεν επιτρέπει άλλο χαμένο χρόνο». Τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών έδειξαν ότι ο λαός δεν αισθάνθηκε την εκφρασμένη αυτή ανάγκη! Μία ανάγκη που δεν είναι απαραίτητη μπορεί να είναι μόνο θεωρητική ανάγκη. Συνεπώς, ο λαός δεν έχει ακόμα ανάγκη «να πάρει ο ίδιος την εξουσία». Ως εκ τούτου, ο ΓΓ εδώ δηλώνει μόνο τη δική του (του κόμματός του) βούληση. Δεν ήταν σωστός ο Λένιν όταν έλεγε ότι «το πιο επικίνδυνο σφάλμα των επαναστατών είναι να μπερδεύουν τη δική τους βούληση, ιδεολογία και πολιτικές αντιλήψεις με την αντικειμενική αλήθεια»;

Ναι, αλλά το ότι ο Ελληνικός λαός δε βλέπει τα λεγόμενα του Δ. Κουτσούμπα ακόμα ως ανάγκη, σημαίνει ότι αφαιρεί την ιστορική και θεωρητική πραγματικότητα; Όχι, δε την αφαιρεί, αλλά δεν υπερβαίνει τη δήλωση μίας αφηρημένης αλήθειας που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα που ζουν οι εργαζόμενοι σήμερα. Ρωτάμε τώρα, είμαστε λάθος στην ανάλυσή μας σχετικά με το ΚΚΕ ως ένα κόμμα που δεν έχει ξεπεράσει ακόμα το στενό πλαίσιο που υπαγορεύεται από τη μετατροπή του Μαρξισμού-Λενινισμού σε μία τυπική θεωρία από το σύγχρονο ρεβιζιονισμό;

β) Οι Μαρξ και Ένγκελς, ενώ εξηγούσαν την αντίθεση ανάμεσα στους κομμουνιστές και το προλεταριάτο στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, χρησιμοποίησαν τις ακόλουθες διατυπώσεις οι οποίες έχουν τεράστια σημασία σήμερα: Οι κομμουνιστές «δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του» και «δεν διακηρύσσουν κάποιες ιδιαίτερες αρχές, που σύμφωνα μ’ αυτές θα ήθελαν να πλάσουν το προλεταριακό κίνημα». Οι κομμουνιστές διαφέρουν από «άλλα προλεταριακά κόμματα» στα ακόλουθα χαρακτηριστικά: «στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο και την αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο σύνολο του» και αντίθετα με το μεγάλο μέρος του προλεταριάτου, «πλεονεκτούν θεωρητικά από την υπόλοιπη μάζα του προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, την πορεία και τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος». Ο σκοπός των κομμουνιστών είναι «η συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από το προλεταριάτο» (είναι φανερό ότι αυτή η σειρά δεν είναι αυθαίρετη!).

Παίρνοντας υπόψη τις παραπάνω διατυπώσεις, σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ προλετάριων και κομμουνιστών και των σκοπών των δεύτερων, δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς «ειδικά διατύπωσαν» την ακόλουθη «κραυγή πολέμου» στο εσωτερικό κείμενο της Πρώτης Διεθνούς: «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης πρέπει να είναι αποτέλεσμα της εργατικής τάξης».

Ποια η αναγκαιότητα για αυτή την υπενθύμιση και υποσημείωση; Επειδή ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός έχει επίσης προξενήσει σημαντική ζημιά με τους όρους αντίληψης του κόμματος. Είναι σαν ο σύγχρονος ρεβιζιονισμός να δημιούργησε ένα κομματικό φετιχισμό για προφανείς λόγους. Η έννοια του κομματικού φετιχισμού βάζει τον εαυτό του στη θέση της εργατικής τάξης. Εντούτοις, το κόμμα δεν είναι ένας στόχος που περιλαμβάνει την ίδια του τη απελευθέρωση, «ως η υψηλότερη μορφή ταξικής ενότητας των εργατών» (Λένιν), είναι η πιο προχωρημένη μορφή της πάλης. Το κόμμα δε μπορεί να πάρει τη θέση ή να αντικαταστήσειτην εργατική τάξη κι ως εκ τούτου δε θα πρέπει και δε μπορεί να λειτουργεί με τέτοιο κίνητρο! Ο Λένιν αναφέρεται στο «καθήκον της οργάνωσης της ταξικής πάλης αντί στο κάλεσμα για μία πολιτική πάλη για τους πιο συνειδητοποιημένους εργάτες» ακριβώς γι’ αυτό το λόγο.

Όσο περισσότερο ένα κόμμα δε λαμβάνει υπόψη το επίπεδο συνειδητοποίησης των εργαζομένων, τις εικασίες, τις αυταπάτες και την ανάγκη να τους πείσει, τόσο περισσότερο παραβλέπει τη συγκεκριμένη πολιτική πείρα των μαζών, την ετοιμότητα της εργατικής τάξης και την τάση της να δράσει με όρους ιδεολογικοπολιτικής οργάνωσης, τόσο λιγότερο μαθαίνει από την εμπειρία των μαζών, τόσο περισσότερο ο κομματικός φετιχισμός εξαπλώνεται στο κόμμα αυτό.

Αν ένα κόμμα εστιάζει στον εαυτό του και στα στελέχη του αντί να οργανώνει το εργατικό κίνημα και να ανεβάζει την συνείδηση και την οργάνωση, αν συγχέει την ενότητα των στελεχών του με μία «κοινωνική λαϊκή συμμαχία», αν δε στοχεύει στην ενότητα της εργατικής τάξης στην πράξη, αν αποτυγχάνει να αναπτύσσει την πάλη για την ενότητα των εργατικών συμφερόντων σε καθημερινό αγώνα και την ενιαία πάλη των εργατών ως απαραίτητο στοιχείο της τακτικής του, αν την αντικαθιστά με ένα χωριστό στρατό μίας «πρωτοπόρας μάζας ακτιβιστών» που δημιουργείται εντός του εργατικού κινήματος, τότε ανεξάρτητα από το τι υπερασπίζεται θεωρητικά αυτό το κόμμα, δε μπορεί να λειτουργήσει ως κόμμα όλης της εργατικής τάξης, που έχει ως αποτέλεσμα στην αποτυχία εκπλήρωσης των καθηκόντων του στο εργατικό κίνημα.

Αν ο κομματικός φετιχισμός δεν κατανικηθεί, από ένα σημείο και ύστερα θα οδηγήσει στο να χάσει το κόμμα το νόημά του στα μάτια των εργαζομένων ή θα συρθεί σε δογματισμούς. Θα βρεθεί σε μία θέση που ο Μαρξ ονόμαζε «ανέφικτη»: «Δεν αντιμετωπίζουμε τον κόσμο με νέες αρχές που είναι δόγματα, η αλήθεια, γονατίστε μπροστά τους! Θα αναπτύξουμε νέες αρχές για τον κόσμο από τις ίδιες τις αρχές του κόσμου. Δε θα πούμε: Εγκαταλείψτε τον αγώνα σας, είναι απλή τρέλα, αφήστε μας να σας προμηθεύσουμε με πραγματικά συνθήματα. Αντίθετα, θα σας δείξουμε απλώς γιατί αγωνίζεστε».

Εστιάζοντας την προσοχή του στη σχέση μεταξύ της Οκτωβριανής Επανάστασης και του Α’ ΠΠ, ο Λένιν σχολιάζει ότι η επανάσταση έχει «κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και διαφορές που γεννήθηκαν από τον ίδιο τον πόλεμο» και ότι αυτοί που δε μπορούν να κατανοήσουν τις ιδέες του Μαρξ δε μπορούν να το δουν. Καθώς «είδαν ότι ο καπιταλισμός και η αστική δημοκρατία ακολούθησαν μία συγκεκριμένη πορεία προόδου στη Δυτική Ευρώπη και δε μπορούν να φανταστούν ότι θα χρειαζόταν ένα μοντέλο τηρουμένων των αναλογιών, με κάποιες διορθώσεις (διορθώσεις που δεν έχουν σημασία με όρους της γενικής εξέλιξης της παγκόσμιας ιστορίας)». Η Οκτωβριανή Επανάσταση θα αναδείκνυε νέες ιδιότητες «επειδή ο κόσμος δεν έζησε τέτοιο πόλεμο σε τέτοιες συνθήκες». Σαν ένα δεύτερο επιχείρημα που χρειάζεται να κατανοηθεί, ο Λένιν λέει «παρά την εξέλιξη της ιστορίας στον κόσμο που ακολουθεί παγκόσμιους νόμους», «κατανόησαν ότι οι διαφορές κατά τη διάρκεια κάποιων εξελικτικών σταδίων και η μορφή αυτών των εξελίξεων ή η σειρά που ακολουθούν δεν είναι «απαγορευμένη» και αντίθετα, πρέπει να τεθούν ως προϋποθέσεις».

Η στάση και οι διατυπώσεις του Λένιν είναι εξαιρετικά σημαντικές για τους σύγχρονους κομμουνιστές. Αυτή η πλατιά και βαθιά αντίληψη οφείλει να υιοθετηθεί.

Μπορούμε να εκφράσουμε τη συγκεκριμένη φύση της κατάστασής μας ως εξής: Οι ώριμες αντιθέσεις δεν έχουν ακόμα βρει τις ώριμες απαντήσεις τους. Αυτό προφανώς αναδεικνύει μία μεγάλη αντίφαση. Δεν πρέπει να δραπετεύσουμε από τις αντιθέσεις της ζωής, αντίθετα, πρέπει να τις αγκαλιάσουμε, πρέπει να τις ερευνήσουμε ως στοιχεία για την καλύτερη κατανόηση των κοινωνικών προβλημάτων και της ταξικής πάλης και πρέπει να βγάλουμε από αυτές πρακτικά αποτελέσματα που βοηθούν στην προώθηση της θέσης της εργατικής τάξης. Η αντίστροφη σχέση ανάμεσα στη δράση και την αδράνεια καθορίζεται από τις συνθήκες, δεν είναι ανυπέρβλητη.

Πρέπει να εξηγήσουμε στις εργαζόμενες μάζες το περιεχόμενο της δράσης τους και να τις κάνουμε να καταφέρουν να φτάσουν σε μία πραγματική συνειδητότητα των πράξεών τους και του εαυτού τους. Δίνοντας προσοχή στη συγκεκριμένη φύση των συνθηκών που βρισκόμαστε είναι μία προϋπόθεση για την εκπλήρωση των καθηκόντων με ένα τρόπο που είναι πραγματικός κι όχι τυπικός. Όσο αυτή η προσοχή δεν περιορίζεται σε θεωρητική, μπορεί να φανεί ότι, ειδικά σε ζητήματα που μοιάζουν αντιφατικά (π.χ. ο μετασχηματισμός της επανάστασης, οι ανεξάρτητες πολιτικές συμμαχιών, η θεωρία και η πράξη, το ζήτημα των γυναικών, το ταξικό ζήτημα κλπ) μία πιο ανεπτυγμένη θεωρητική κατανόηση και ευελιξία στην τακτική είναι απαραίτητες. Διαφορετικά, θα καταστεί αδύνατο να αποφευχθούν δεξιές ή αριστερές αποκλίσεις.

Ως εκ τούτου, δεδομένων των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών, ο πρώτος στόχος μας είναι να βοηθήσουμε το «προλεταριάτο» να «μετατραπεί σε τάξη» όπως αναφέρεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, να διευκολύνουμε την εργατική τάξη να «δράσει ως τάξη». Όπως ανέφερε ο Ένγκελς στις προειδοποιήσεις του στους Γερμανούς που κατέφυγαν στην Αμερική και επέδειξαν μία σεχταριστική στάση απέναντι στο Αμερικάνικο εργατικό κίνημα: «η θεωρία μας δεν είναι δόγμα, αλλά η εξήγηση μίας περιόδου εξέλιξης και αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει διαδοχικά στάδια. Η προσδοκία να ξεκινήσουν οι Αμερικάνοι με μία πλήρη επίγνωση της θεωρίας από πιο έμπειρες χώρες είναι σαν να προσδοκάμε το αδύνατο. Αυτό που πρέπει να κάνουν οι Γερμανοί, είναι όπως εμείς πράξαμε το 1845 και το 1848, να πράξουν ανάλογα – αν το κατανοούν – με τις δικές τους θεωρίες, να πορευτούν με όλα τα κινήματα των εργατών, να αποδεχτούν πλήρως το σημείο εκκίνησής τους και να προχωρήσουν βαθμιαία στη θεωρία, δείχνοντάς τους πώς κάθε σφάλμα και ήττα ήταν μία αναγκαιότητα των θεωρητικών σφαλμάτων στο αρχικό πρόγραμμα. Όπως διατυπώθηκε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, έπρεπε να «αποτελούν το μέλλον του κινήματος μέσα από το κίνημα».

Ποιος θα μπορούσε να γνωρίζει ότι το διεθνές εργατικό κίνημα θα υπέφερε από μία προσωρινή αλλά ολοκληρωτική ιστορική ήττα και ότι οι προειδοποιήσεις αυτές θα γίνονταν ξανά σχετικές και στους εργάτες και στους κομμουνιστές;

Απρίλιος 2015

*Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Ozgurluk Dunyasi, το μηνιαίο θεωρητικό περιοδικό του ΕΜΕΠ τον Μάιο του 2015. Από τότε υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Κατ’ αρχήν, ο ΣΥΡΙΖΑ υπέγραψε συμφωνία με την Τρόικα παρά το «Όχι» του δημοψηφίσματος. Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε επίσης τις εκλογές και έγινε και πάλι το πρώτο κόμμα. Δεύτερον, στο ΚΚΕ ασκήθηκε κριτική στο άρθρο αυτό επειδή «δεν προχώρησε στην οργάνωση της συμμαχίας πλατιών τμημάτων του λαού στη βάση των επειγουσών απαιτήσεών τους». Όμως, μετά τις εθνικές εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη, ο ΓΓ του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας είπε: «Το ΚΚΕ θα εργαστεί για την πάλη της αναδιοργάνωσης, του δυναμώματος του εργατικού και λαϊκού κινήματος και της οργάνωσης της πλατιάς λαϊκής συμμαχίας». Μετά από αυτή τη δήλωση θέλουμε να ελπίζουμε ότι το ΚΚΕ θα αλλάξει τη θέση του για μία επαναστατική πλατφόρμα πάλης και θα κινηθεί για το χτίσιμο ενός πραγματικά ενωμένου εργατικού μετώπου. Θα χαρούμε αν αυτή η ελπίδα γίνει πραγματικότητα”.